Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία, στις 29 Αυγούστου 1870, από Ηπειρώτη πατέρα και Κεφαλλονίτισσα μάνα. Αργότερα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα. Περνούν τα καλοκαίρια τους, μακριά από την Αθήνα πότε στην Οδησσό, πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά, από τότε που κτίζουν εκεί το εξοχικό τους σπίτι. Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα αδέλφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη και την αγάπη σε κάθε αδύνατο πλάσμα. Η 25η Μαρτίου είναι γι΄αυτόν μεγάλη ημέρα και συμμετέχει στον εορτασμό της με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση. Γενικά αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα. Δεν ξεχνά την Ηπειρωτική καταγωγή του και η επιθυμία να ελευθερωθούν τα Γιάννενα φωλιάζει έντονη μέσα του. Ακούει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις παλιές Γιαννιώτικες οικογενειακές περιπέτειες του 1821 που διηγείται ο πατέρας του και η αγάπη του για την πατρίδα γίνεται όλο και πιο δυνατή.
Κάποτε αναζητώντας τον πατέρα του κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού και έκπληκτος ανακαλύπτει ξύλινες κάσες με τουφέκια. Ο μεγάλος αριθμός τους του δημιουργεί μια αλλόκοτη συγκίνηση και νιώθει έντονη την επιθυμία να τα αγγίξει, να τα χαϊδέψει. Ο πατέρας του που καταφθάνει, του αποκαλύπτει ότι είναι όπλα που συγκεντρώνονται για να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει πουθενά. Και ο μικρός Παύλος φυλάει βαθιά στην καρδιά του το μεγάλο μυστικό! Η σκέψη του όμως είναι συνεχώς εκεί, αφού και οι συζητήσεις των μεγάλων γύρω του είναι πάντοτε για τα εθνικά και πολιτικά ζητήματα.
Στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην ‘Ηπειρο, στη Θεσσαλία ξεφυτρώνουν τοπικά επαναστατικά σώματα, που καταλύουν τις Τουρκικές αρχές. Και από την ελεύθερη Ελλάδα φεύγουν συνεχώς εθελοντές – στρατιωτικοί, επιστήμονες, φοιτητές και μαθητές ακόμη – για να ενισχύσουν τον αγώνα των υπόδουλων. Ταυτοχρόνως μεγάλα συλλαλητήρια του λαού πιέζουν την Κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και να σταθεί στο πλευρό της Ρωσίας, που ήδη πολεμά με τους Τούρκους. Και ενώ τελικά η επιστράτευση γίνεται και ο στρατός μας συγκεντρώνεται στη Λαμία, υπογράφεται η ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας και η Ελλάδα αναγκάζεται να ησυχάσει πετυχαίνοντας αμνηστία για τους επαναστάτες της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, Χριστιανό διοικητή για την Κρήτη και διπλωματικές υποσχέσεις για το μέλλον! Ο οκτάχρονος Παύλος, αν και δεν καλοκαταλαβαίνει, ζει αυτή την ατμόσφαιρα και ανυπομονεί να μεγαλώσει, για να πολεμήσει.
Και τα χρόνια περνούν. Η Θεσσαλία και η ‘Αρτα προσαρτώνται στο ελληνικό κράτος (1881) και ο Παύλος ετοιμάζεται για τις εισιτήριες εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων (1886). Και γράφει στο ημερολόγιό του “Εκλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανω χρήσιμος εις τον τόπο μου ……… θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου και δ΄αυτήν να αποθάνω…. Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων….”
Με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου παίρνει ο Παύλος το σιδηρόδρομο για τον Πειραιά, που βρίσκεται το “Στρατιωτικόν Σχολείον Ευελπίδων”. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ΄αυτιά του αντηχούν η βραχνη φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει “… υποταγή στο καθηκον… ‘Ετσι θα πάρωμε τα Γιαννένα” και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του “ο Θεός μαζί σου, γιέ μου”.Τον Αύγουστο του 1891 ο Παύλος βγαίνει από τη Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί ως απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στη συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α’ πυροβολικού συντάγματος. Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του : γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν “πατέρα”. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή.
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή του γνωρίζει και τη Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1892. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με τη γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν μεγαλώσει κι οι δύο με τον ίδιο τρόπο ανατροφής.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί ο Μιχαήλ. Τη χαρά που νιώθει από τη γέννηση και το μεγάλωμά του γιου του, του την μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του. Η Μακεδονία υπονομεύεται από τη Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό στρατό κι η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Το Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη! Η αδράνεια του Ελληνικού στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του στρατού βρίσκεται στους Μύλους του ‘Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου η Τουρκία φοβισμένη από τις Μεγάλες Δυνάμεις για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η συμπαράσταση τότε του Ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση Τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει από τους Τούρκους κι από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας – 12 Νοεμβρίου 1894 - της μυστικής δηλαδή οργάνωσης που έχει ως σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη. Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του “…με κόπο συγκρατώ τά δάκρυά μου… Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος… δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή”.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. “… Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα…” γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων – “… από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση”.
Στις 4 με 8 Μαρτίου κατεβαίνει με άδεια στην Αθήνα και επιστρέφει ξανά στη θέση του με εμπιστευτική αποστολή της Εθνικής Εταιρείας, που ετοιμάζει σώματα ανταρτών, για να υποστηρίξουν τις επικείμενες πολεμικές επιχειρήσεις. Του φανερού κέντρου της Εταιρείας πρόεδρος είναι ο πατέρας του ο Μιχαήλ Μελάς, πρόσωπο σε όλους σεβαστό και αγαπητό, στον οποίον ο Παύλος αναφέρει συχνά τις αντιλήψεις και τα παράτολμα σχέδια των νέων με την ελπίδα ότι θα υιοθετηθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Και πολλές φορές συγκρούεται η λογική του ώριμου άνδρα με τον ενθουσιασμό και την άκριτη ενίοτε τόλμη του νέου. Και δεν ξεχνά στα γράμματά του προς τον Παύλο να του το θυμίζει ο πατέρας. “… Εις έναν αξιωματικόν χρειάζεται βεβαίως δόσις τις ενθουσιασμου, αλλά συγχρόνως και προ πάντων χρειάζεται ψυχραιμία… Νά εκτελέσης, παιδί μου, το καθηκον σου πρός την πατρίδα σου, αλλά χωρίς περιττάς παλληκαροσύνας…”
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου “Ευχηθείτε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτε καί αυτός χαράν μου.”
Μέσα όμως από τα επόμενα προς τη γυναίκα του γράμματά του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα οδυνηρές ημέρες του 1897. Ετσι ο αρχικός του ενθουσιασμός – “… εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)… Περιττόν να σου ειπω τήν χαράν, την ευτυχία μου….” – μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση - “… Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζωμαι … 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι…” – και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου - “ότι θέλομεν υπερασπισθη το έδαφος του Δομοκου” - για να καταλήξει σε λίγο σε απόγνωση και απελπισία – “.. ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διηλθον…” - Τέλος το τηλεγράφημα του πατέρα του που έρχεται από την Αθήνα – “… Απεφασίσθη ανακωχή…” είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά.
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά - “κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας” - παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του συντάγματος τον στέλνει στη Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο “Θεσσαλία” συναντά τη γυναίκα του, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη τη νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στη συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στη Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, το μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός που τον συγκλονίζει είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής.Μετά το θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στη Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τη βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. ‘Οπως ομολογεί και ο ίδιος “… πότε ειμαι ευχαριστημένος… διότι ελπίζω να διορθωθή αυτή η κατάστασις πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι καί δέν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτωμαι τίποτε”. Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του “ελησμονούσα όλα τάς στεναχωρίας μου”.
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 αρχίζει η εκκένωση του Θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος έφιππος επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει στους δικούς του. “… ειναι αδύνατον νά σας ειπω τί αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τά οποια ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους…”
Η εκκένωση της Θεσσαλίας από τα Τουρκικά στρατεύματα είναι πλέον γεγονός. Οι Ελληνες όμως που ζουν στις Τουρκοκρατούμενες ακόμη περιοχές υποφέρουν. Στην Ηπειρο και στην Πόλη οι Χριστιανοί τραβούν μαρτύρια και οι φυλακές της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου γεμίζουν από Έλληνες, που συλλαμβάνονται για ανύπαρκτα ή ασήμαντα αίτια. Την ίδια περίπου εποχή και η Κρήτη - μέσα Οκτωβρίου 1898 – γίνεται αυτόνομη με ύπατο αρμοστή τον Έλληνα πρίγκιπα Γεώργιο.
Κι ενώ τα Χριστιανικά Βαλκανικά κράτη στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο κρατούν αυστηρή ουδετερότητα και δυσαρεστούνται μάλιστα (Βουλγαρία, Σερβία) για τη λύση του Κρητικού ζητήματος, η Τουρκία που πληγώνεται βαθιά από την απώλεια της Κρήτης, αποφασίζει να μη χάσει και τη Μακεδονία, έστω και αν χρειαστεί να πολεμήσει με ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι κοινό μυστικό σε όλους τους Βαλκανικούς λαούς ότι το τέλος του Κρητικού ζητήματος ανοίγει επικίνδυνα το Μακεδονικό, γιατί τη Μακεδονία εποφθαλμιά και η Βουλγαρία. Και από το Νοέμβριο μάλιστα του 1898 Βουλγαρικές συμμορίες αρχίζουν να μπαίνουν πάλι στη Μακεδονία.
Το φθινόπωρο του 1898 επιστρέφει από τη Θεσσαλία οριστικά ο Παύλος στην Αθήνα και αρχίζει πάλι τη συνηθισμένη του ζωή μεταξύ συντάγματος και σπιτιού του. Δεν είναι όμως πια ο ίδιος. Τα γεγονότα τον έχουν σημαδέψει. ‘Εφυγε νέος γεμάτος φλόγα και ορμή για τον πόλεμο και γυρίζει άνδρας με την πίκρα στο πρόσωπο, την ψυχή ταραγμένη και με ύπνο ανήσυχο. Μόνον όταν παίζει με το γιο του, το γέλιο χαράζει αβίαστο τα χείλη του.
Τα νέα για τα όσα συμβαίνουν στη Μακεδονία κυκλοφορούν γρήγορα. Ο Παύλος με τον πεθερό του είναι σε συνεχή επικοινωνία με Ηπειρωτικούς και Μακεδονικούς συλλόγους. Αλλά και οι Μακεδόνες που έρχονται στην Αθήνα βρίσκουν πάντα καταφύγιο στο σπίτι του Στέφανου Δραγούμη. Ετσι και οι δύο άνδρες γνωρίζουν με λεπτομέρειες τα όσα τραγικά διαδραματίζονται στη Μακεδονική γη. Ωστόσο ο Παύλος επιθυμεί διακαώς να επισκεφθεί τη Μακεδονία και να αποκτήσει προσωπική αντίληψη, για τα όσα συμβαίνουν εκεί.
Κι ενώ η υπηρεσία του ως ανθυπολοχαγού του Β’ συντάγματος πυροβολικού είναι απελπιστικά μονότονη, η οικογένεια του αυξάνεται με τη γέννηση της κόρης του Ζωής. Τα τρία χρόνια που έχουν περάσει από το θάνατο του πατέρα δεν τον έχουν βοηθήσει να τον ξεπεράσει, γι΄αυτό απέχει σχεδόν από την κοσμική ζωή των Αθηνών και περιορίζεται στο να δέχεται στο φιλόξενο σπίτι του τους λίγους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους. Τα καλοκαίρια του τα περνά με την οικογένειά του στο σπίτι του στο Στροφύλι της Κηφισιάς και η αγαπημένη του ευχαρίστηση καθώς και της γυναίκας του είναι η ιππασία.
Στο μεταξύ οι εντυπώσεις του Παύλου από τον άτυχο πόλεμο του 1897 έχουν κάπως αμβλυνθεί και η διάθεσή του έχει αρκετά βελτιωθεί. Στη Μακεδονία όμως η κατάσταση είναι απελπιστική. Οι βιαιότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων σε βάρος του Μακεδονικού λαού είναι ανήκουστες. Η Ελληνική κυβέρνηση διαμαρτύρεται συνεχώς και έντονα στις Δυνάμεις - Ρωσία και Αυστροουγγαρία – που έχουν αναλάβει το διακανονισμό των Βαλκανικών ζητημάτων. Οι παρατηρήσεις των Δυνάμεων προς την Τουρκία, που επιτρέπει τις Βουλγαρικές ωμότητες, έχουν περιορισμένης διάρκειας αποτελέσματα. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν κάποτε για τα μάτια του κόσμου μερικούς κομιτατζήδες, στη συνέχεια τους αφήνουν ελεύθερους και η ίδια τραγική κατάσταση συνεχίζεται. Οι δυστυχισμένοι χωρικοί έχουν να διαλέξουν μεταξύ των κομιτατζήδων που στο όνομα της ελευθερίας σφάζουν άγρια δασκάλους, ιερείς, προεστούς και των Οθωμανικών αποσπασμάτων, που, ενώ έρχονται να επιβάλουν την τάξη, καταστρέφουν τελείως ό,τι έχει απομείνει.
Στην Ελλάδα βέβαια οι πολιτικοί και οι πατριωτικοί σύλλογοι έχουν ξεσηκωθεί. Εκθέτουν τα γεγονότα στον Ελληνικό τύπο και προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν όλους τους Ελληνες. Παράλληλα ο Στέφανος Δραγούμης με την επιτροπή “η Επίκουρος των Μακεδόνων” προσπαθεί με το εβδομαδιαίο δελτίο που εκδίδει στη Γαλλική γλώσσα να ενημερώσει λεπτομερώς και τους ξένους. Δυστυχώς όμως ο ξένος τύπος δεν ευνοεί την Ελληνική άποψη για το Μακεδονικό ζήτημα. Κατακρίνοντας μάλιστα τους Ελληνες ως φίλους των Οθωμανών αποδέχεται τη Βουλγαρική θέση, σύμφωνα με την οποία οι κομιτατζήδες αγωνίζονται για την ελευθερία της Μακεδονίας!Την ίδια εποχή ο Παύλος συγκεντρώνει χρήματα από φίλους για να βοηθήσει τα θύματα να επισκευάσουν τα γκρεμισμένα σπίτια τους, να ντυθούν και για να εφοδιαστούν με όπλα. Ο ίδιος έχει περιορίσει στο ελάχιστο τις ανάγκες του, για να ενισχύσει όσο μπορεί περισσότερο τους κατατρεγμένους. Κι επειδή η υπηρεσία του του αφήνει αρκετό ελεύθερο χρόνο – υπηρετεί τώρα στο Σχολείο των Ευελπίδων ως αξιωματικός επιτηρητής – αφοσιώνεται στους εράνους, στην επικοινωνία του με πρόσφυγες Μακεδόνες που του φέρνουν πολύτιμες πληροφορίες και στην αλληλογραφία με αξιωματικούς της Θεσσαλίας, που τον ενημερώνουν για το “ποιόν”, των προσφύγων, επειδή ως Μακεδόνες παρουσιάζονται συχνά και Βούλγαροι κατάσκοποι.
Το 1902 στο προξενείο Μοναστηρίου διορίζεται υποπρόξενος ο αδελφός της γυναίκας του ‘Ιωνας Δραγούμης με τη συμβουλή των ανωτέρων του “να μη γεννά ζητήματα”. Ο Παύλος νιώθει ιδιαίτερη συγκίνηση, γιατί πιστεύει ότι ο διορισμός του ‘Ιωνα θα ενισχύσει αφενός τη Μακεδονική άμυνα και θα εμπλουτίσει αφετέρου τη δική του ενημέρωση.
Τον Φεβρουάριο του 1904 επιτέλους αποφασίζει η Ελληνική κυβέρνηση ν΄αποσταλούν με κάθε μυστικότητα στη Μακεδονία τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί, οι Κοντούλης, Παπούλας, Κολοκοτρώνης και Μελάς. Οι άδειες που τους δίνονται από το Υπουργείο Στρατιωτικών αφορούν μετακινήσεις τους μέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους, ενώ τα διαβατήριά τους εκδίδονται με ψευδώνυμα – Το ψευδώνυμο του Παύλου είναι Μίκης Ζέζας – Ο Παύλος ετοιμάζεται με ιδιαίτερη χαρά γιατί όπως γράφει στο σημειωματάριό του στις 24 Φεβρουαρίου 1904, “Σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου…” Πριν αναχωρήσει επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που λάτρευε τη Μακεδονία και θυμάται ότι πάνω στο φέρετρό του είχε ορκισθεί να πεθάνει, αν χρειαστεί, γι΄αυτή. Επιστρέφει στη συνέχεια ήρεμος στο σπίτι του, περνά μερικές ώρες με τους δικούς του κι ενώ τους αποχαιρετά με τα λόγια “ζήτω η Μακεδονία” συγκινημένος ξεκινά για την επικίνδυνη αποστολή του.
Φθάνοντας στον προορισμό του μετά από ταξίδι μερικών ημερών αρχίζει το έργο του. Ενημερώνεται, ζει με άθλιες συνθήκες, συμπάσχει, παρηγορεί και εμψυχώνει. Συνεχίζει απτόητος και ακούραστος, όταν κρυπτογραφική επιστολή του ‘Ιωνα Δραγούμη πληροφορεί ότι “η Τουρκική πρεσβεία, μαθούσα τήν παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τά πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Οπως διασκεδασθωσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαιον νά επιστρέψη προσωρινως ο κ. Μελας τουλάχιστον…” Ο Παύλος αντιδρά βίαια, αρνείται να υπακούσει. Μάταια ένα ημερονύκτιο ο Κοντούλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνον όταν του θυμίζει ότι ως αξιωματικός έχει ορκισθεί υπακοή και όταν του τονίζει ότι εξαιτίας του ίσως αποτύχει ολόκληρη η αποστολή, πείθεται με βαριά καρδιά να επιστρέψει στην Ελλάδα. Στις 29 Μαρτίου 1904 ξαναβρίσκεται με την οικογένειά του στην Αθήνα. Και είναι η Δευτέρα του Πάσχα.
Η διαταγή που τον έχει φέρει στην Αθήνα αναφέρεται σε προσωρινή ανάκληση. Το γεγονός αυτό καθώς και οι επίσημες διαβεβαιώσεις για σύντομη επιστροφή, του δημιουργούν ελπίδες. Αλλά ο καιρός περνά χωρίς τίποτα το ουσιαστικό και η ανυπομονησία του μεγαλώνει. Στο μεταξύ τα γράμματα που του έρχονται απο τη Μακεδονία είναι γεμάτα από περιγραφές τραγικών συμβάντων και απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια. Και νιώθει υπεύθυνος, γιατί η προηγούμενη αποστολή του έχει δημιουργήσει στους δυστυχείς ελπίδες, που μέχρι τώρα αποδεικνύονται μάταιες.
‘Ενα απόγευμα στα τέλη του Ιουνίου του 1904 δύο πρόσωπα από την Κοζάνη τον επισκέπτονται και αφού του ανακοινώνουν ότι έχουν ετοιμάσει την άμυνά τους, παρακαλούν να μεσολαβήσει ώστε να τους σταλούν Έλληνες αξιωματικοί , για να τη διευθύνουν πιο συστηματικά. Παράλληλα όμως του αποκαλύπτουν ότι όλοι επιθυμούν έντονα να τον ξαναδούν κοντά τους. Και ο Παύλος συγκινημένος τους υπόσχεται αμέσως ότι γρήγορα θα βρεθεί στον Κοζάνη, για να τους οργανώσει. Μάταια σε λίγο οι δικοί του προσπαθούν να τον μεταπείσουν.
‘Ετσι στις 9 Ιουλίου παίρνει εικοσαήμερη άδεια από το διοικητή του και μυστικά και μεταμορφωμένος σε χωρικό αναχωρεί τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας για την καινούρια του αποστολή, που έχει αποφασίσει μόνος του. Μετά από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι φθάνει στην Κοζάνη στις 19 Ιουλίου. Στις αλλεπάληλες και με μεγάλη μυστικότητα και προσοχή συναντήσεις που έχει με τα μέλη της επιτροπής Αμύνης στην Κοζάνη αρχικά και στη Στάτιστα στη συνέχεια συμβουλεύει, καθοδηγεί, οργανώνει. Προτείνει να αυξήσουν τον αριθμό των τμημάτων της ‘Αμυνας, να διενεργούν εράνους για την ενίσχυση του αγώνα, να ενισχύουν το φρόνημα και το ηθικό των άτολμων και δειλών, και η Εκκλησία, όπως πάντα, να συμπαραστέκεται, να προστατεύει και να ενισχύει με κάθε τρόπο.
Στα γράμματά του που στέλνει κυρίως στη γυναίκα του περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες της διαβίωσης του, τη συνεχή του προσπάθεια να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του – συναλλάσσεται μάλιστα ως ζωοέμπορος στις αγορές – αλλά και τον ενθουσιασμό του, γιατί παρά τις αρχικές του απογοητεύσεις οι προσπάθειές του αποδίδουν “… Δεν έχεις ιδέαν πόσον πατριωτισμόν έχουν αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζει κανείς τους κινδύνους, τους οποίους καθ΄εκάστην διατρέχουν, διά νά εννοήση και το θάρρος και τον πατριωτισμόν των…”
Η εικοσαήμερη όμως άδειά του πλησιάζει στο τέλος της και η αίτησή του για επιπλέον άδεια τεσσάρων μηνών δεν εγκρίνεται. Αναγκάζεται λοιπόν να επιστρέψει ικανοποιημένος από το έργο του και αποφασισμένος, αφού εκθέσει στον πρωθυπουργό Θεοτόκη την κατάσταστη, να καταρτίσει στρατιωτικό σώμα και να επιστρέψει ν΄αγωνισθεί μαζί τους. Με αυτά τα σχέδια φθάνει στις 3 Αυγούστου στην Αθήνα και αφού ζει για λίγο την οικογενειακή θαλπωρή, αρχίζει πάλι τις ετοιμασίες για τη Μακεδονία.
Οι συνθήκες τώρα για την ενίσχυση του Μακεδονικού αγώνα είναι πολύ καλύτερες. Ο Λάμπρος Κορομηλάς είναι γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, η εργασία των αξιωματικών στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία είναι συστηματοποιημένη, οι δισταγμοί και τα εμπόδια έχουν παραμεριστεί και το κυριώτερο ο Παύλος αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των σωμάτων στις περιφέρειες Μοναστηριού και Καστοριάς. Σε γράμμα του προς τη γυναίκα του αναφέρει χαρακτηριστικά “… Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, τήν ευτυχία που αφήνω αισθάνομαι ότι μ΄όλον τόν ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήρα μου, ο βίος ο οποιος μου αρμόζει περισσότερον ειναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ΄από τινος δέν ηξεύρω τί έπαθα έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφου έχει τήν ισχύν να κατασιγάση όλα τα άλλα αισθήματά μου καί νά με ωθή διαρκώς πρός τή Μακεδονία.”
Στις 18 Αυγούστου 1904 αποχαιρετά τη γυναίκα του για τρίτη και τελευταία, όπως της υπόσχεται, φορά και με τις γνωστές ήδη δυσκολίες φθάνει στη Μακεδονία στις 27 του ίδιου μήνα με τριάντα περίπου άνδρες. Πεζοπορώντας πολλές ώρες και πολλές ημέρες και με πολλές προφυλάξεις, για να μη συναντηθούν με Τουρκικά αποσπάσματα, προχωρούν μέσα στο Μακεδονικό έδαφος με τελικό προορισμό την Καστοριά. Προβλήματα διαρκώς ορθώνονται μπροστά τους, όπως φαίνεται από τα γράμματά του. “…Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία καί ακόμη τριγυρίζομεν περί τήν Σαμαρίναν, ενω κάθε ημέρα πού περνα καί πολύτιμος καιρός χαμένος ειναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει…. Οι άνδρες μου ειναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας… Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι οδηγόν δέν έχομεν, τό έδαφος δέν τόν γνωρίζομεν! Θά φθάσωμεν ποτέ εκει ή μήπως οι Τούρκοι θά μας αρχίσουν το κυνηγητό καί έτσι θά ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τούς εκει αδελφούς; Θεέ μου, θεέ μου. Καί ενω ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθω νά ενθουσιάζω καί νά ενθαρρύνω τούς άνδρας μου… Βρέχει δυνατά καί ακατάπαυστα… από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβατίνας, τήν οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά …. Είμεθα όλοι υγροί ως τά κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν …. Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ολίγον τήν βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον τήν πορείαν μας… Η απότομος καί ολισθηρά κλίσις του βουνου, τά πυκνότατα καί δύσκαμπτα δενδρύλλια, τά οποια ειναι κάθυγρα από τήν βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημεις, τά όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από τήν βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς…”
Μετά από συνεχή πορεία αρκετών ημερών και συνήθως με τις συνθήκες που περιγράφει παραπάνω φθάνει με τους άνδρες του στις 8 Σεπτεμβρίου στο Κωσταράζι από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, ώστε ξεκούραστοι να αρχίσουν την εφαρμογή του προγράμματός τους. “… Τρέμω καί συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θά φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως καί ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ΄ανυπομονώ να το κάμω…”
Και αρχίζει τις επαφές του με τη γύρω περιοχή. Για λόγους ασφαλείας επισκέπτεται νύχτα την Καστοριά, της οποίας ο θαρραλέος μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης είναι η ψυχή της περιφέρειας όλης, και καταλήγει με τους άνδρες του στη μονή Τσιριλόβου, όπου τους φιλοξενούν. Οι Μακεδόνες μαθαίνοντας την αφιξή τους ανασαίνουν, ενθουσιάζονται, τους βλέπουν ως σωτήρες. Στις επιδιώξεις του Παύλου – του καπετάν Μίκη Ζέζα στο εξής – και των ανδρών του είναι και η σύλληψη και η τιμωρία των Ελλήνων προδοτών που συμπράττουν με τους κομιτατζήδες. Και ο Παύλος αναριωτιέται “…άν ειχα τό δικαίωμα εγώ νά συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος καί αν είναι, να τόν τραβήξω από τήν οικογένειάν του και να τον φονεύσω!… Εγώ όμως ουδέν άλλο στήριγμα πλήν της πρός τήν πατρίδα καί τό γένος μου αγάπης έχω. Μά τήν αλήθειαν πολύ θά τ΄αγαπω καί τά δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ΄αφήσω νά γίνη εκείνο πού απεφασίσθη…” Κι ενώ ετοιμάζεται να επιτεθεί σε περιοχή, όπου κρύβονται κομιτατζήδες, οι ντόπιοι αρνούνται να τον οδηγήσουν, ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τα μέρη, για να κινηθεί. Είναι η δεύτερη φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά του από την απροθυμία των κατοίκων. Στενοχωριέται, αλλά τους δικαιολογεί, γιατί ο μικρός αριθμός των ανδρών του δεν τους εμπνέει εμπιστοσύνη και η πιθανή αποτυχία θα δημιουργήσει σκληρά αντίποινα σε βάρος τους. “Εχουν καί δίκαιον οι δυστυχείς καί πολλάκις μου υπενθυμίζουν τήν από ημας εγκατάλειψίν των τήν άνοιξιν.”
Εν τούτοις παρά την απροθυμία των κατοίκων και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες – βρέχει συνεχώς 23 ημέρες – με κέντρο τα Ελληνοαλβανικά χωριά Νεγοβάνη, Λέχοβο, και Νέβεσκα, που βρίσκονται βορειοανατολικά της Καστοριάς, οργανώνει τα περίχωρα, ώστε να περιθάλπουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα, να φροντίζουν την ασφάλεια των κατοίκων, τους οποίους να διαφωτίζουν και να ενθαρρύνουν, ώστε να μην πείθονται από την προπαγάνδα και εγκαταλείποντας την ορθοδοξία να γίνονται σχισματικοί. Γιατί οι Βούλγαροι εποφθαλμιούν τη Μακεδονία και επειδή δε μπορούν να την προσαρτήσουν στη χώρα τους με επανάσταση, όπως έκαναν με την Ελληνική ανατολική Ρωμυλία το 1885, προσπαθούν να το πετύχουν πείθοντας τους Μακεδόνες ότι αν ξεσηκωθούν μαζί τους θα αποκτήσουν την αυτονομία τους. Και παρασύρουν μερικούς και τους ζητούν χρήματα, για να τους εξοπλίσουν δήθεν, μα όπλα δεν τους δίνουν ποτέ. Κι όταν οι Μακεδόνες συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν αλλά να αλλάξουν απλώς κατακτητή – από τους Τούρκους δηλαδή να περάσουν στους Βουλγάρους – και αντιστέκονται, αντιμετωπίζουν την οργή των συμμοριών που ορμούν στα άοπλα χωριά και καίνε, βασανίζουν, σκοτώνουν, αποκεφαλίζουν αρχίζοντας κυρίως από τους ιερείς, τους δασκάλους, τους προεστούς που είναι η πηγή της αντίστασης.
Και γι΄αυτό είναι ευχαριστημένος, γιατί η οργάνωση προχωρεί με επιτυχία και αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών. Η φήμη του ξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια. Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. “Καταλαβαίνομεν… τήν καλοσύνην σου καί είδομεν τό φως τό αληθινόν…”. ‘Ολες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του.
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις πατριωτικές Αθηναϊκές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ με τα όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του Βουλγαρικές απειλές οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους κομιτατζήδες. Παράλληλα εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. “…Δεν φαντάζεσαι τήν κατάστασίν μου τήν ψυχικήν. Θέλω καί πρέπει νά μείνω εδω αλλ΄ ο πολυτάραχος καί σχεδόν άγριος βίος μου μέ κάμνει να νοσταλγώ τόν ήσυχον καί γλυκύν οικογενειακόν βίον. Καί εδώ έχω τάς ικανοποιήσεις μου καί εκει τήν ευτυχίαν μου. Αλλ΄εδω μέ κρατει επί πλέον τό καθηκον καί πρό πάντων αι υποχρεώσεις άς ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θά κατορθώσω τίποτε; ΄Η θά χανδακώσω τήν ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος τό μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω καί πότε ενθουσιώ…”
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των Βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις γι΄αυτό το σταθμο του φίλου και υπαρχηγού του Νίκου Πύρζα, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: “Ειναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον”. Αυτή η απόφαση του θα είναι γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι από κομιτατζή για την εκεί παρουσία τους επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά – “στη μέση μέ πηρε, παιδιά” - Κι ενώ τρέχουν να βοηθήσουν, μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα - “Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη καί νά τούς πης ότι τό καθήκον μου έκαμα”. Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε “πονώ” πότε “σκοτωστε με” και πότε τα ονόματα των παιδιών του “Μίκη, Ζωή”. Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη “πονώ” αφήνει την τελευταία του πνοή.
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής : “Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα καί περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δέ ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον ο Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα Τουρκική πλήξασα αυτόν κατά τήν οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε…”
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο Ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον ‘Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του. Σύμφωνα με αυτές ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιστα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του. Κι ενώ έχει αρχίσει η εκταφή του νεκρού, αναγγέλλεται ότι ισχυρό Τουρκικό απόσπασμα κατευθύνεται στο χωριό. Για ν΄αποφύγουν τότε την αυτόφωρη σύλληψη, κόβουν την κεφαλή του παλικαριού και θάβουν ξανά το σώμα του. Και τη στιγμή που ο Τούρκος αποσπασματάρχης έχει συγκαλέσει τους χωρικούς στην πλατεία και με απειλές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, τους ζητά τον τόπο της ταφής, ο απεσταλμένος κατορθώνει να διαφύγει έχοντας στο σακίδιό του το κεφάλι του άτυχου αρχηγού του και να φθάσει στο Ζέλοβο. Εκεί ως πιο κατάλληλο για την ταφή του επιλέγουν το παρεκκλήσι της Αγ. Παρασκευής στο Πισοδέρι, όπου και ενταφιάζεται στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο στις 18 Οκτωβρίου 1904. Επειδή όμως οι Τούρκοι από δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου πληροφορούνται τα σχετικά με το θάνατό του και την ταφή του Παύλου, επανέρχονται στη Στάτιστα και μετά από προσεκτικότερη έρευνα ανακαλύπτουν το ακέφαλο σώμα του. Με τη μεσολάβηση όμως του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού μεταφέρεται στην πόλη, όπου με θρήνους, και ενώ χοροστατεί ο Γερμανός, κηδεύεται και ενταφιάζεται στον περίβολο του Βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών. Αργότερα, το 1950, μεταφέρεται και η κεφαλή στο σώμα και έτσι όλο το σκήνωμα του Παύλου Μελά βρίσκεται τώρα στην Καστοριά. Πλάι του μάλιστα ύστερα από δική της επιθυμία αναπαύεται και η γυναίκα του Ναταλία.
Η είδηση του θανάτου του Παύλου συγκλονίζει την Αθήνα και ιδιαίτερα φυσικά την οικογένειά του. Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός πενθεί τον ήρωα που έφυγε τόσο νέος, μόλις 34 χρονών, και σε τόσο μάλιστα κρίσιμες στιγμές. Το όνομά του γίνεται σύμβολο του Μακεδονικού αγώνα, ενώ μεγάλος αριθμός αξιωματικών και πολιτών σπεύδουν στη Μακεδονία και πυκνώνους τις τάξεις εκείνων που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή της. Τη θυσία του υμνεί το δημοτικό τραγούδι και ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Αλλά και η πατρίδα τιμώντας τον τον αναγνωρίζει ως εθνικό ήρωα και τη Στάτιστα, το χωριό όπου σκοτώθηκε, την ονομάζει “Παύλος Μελάς”.ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΕΙΞΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΤΗΝ ΗΓΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΡΩΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ, ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ. ΕΠΡΕΠΕ Σ' ΟΛΗ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΝΑ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΡΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΝΑ ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ. ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 3 ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ.
ΝΤΡΟΠΗ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΗΓΕΣΙΑ.
1 3 Ο Κ Τ Ω Β Ρ Ι Ο Υ
Η Μ Ε Ρ Α Μ Ν Η Μ Η Σ & Ε Θ Ν Ι Κ Η Σ Υ Π Ε Ρ Η Φ Α Ν Ε Ι Α Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου