«Το Βήμα» το 2006 στο πλαίσιο της έρευνας για τα γεγονότα του 1965 δημοσίευσε τις αποκαλυπτικές απαντήσεις που έδωσε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τα κυριότερα σημεία της είναι τα εξής:
Όποιος ενδιαφέρεται έστω και ελάχιστα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και γνωρίσει τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ότι πρόκειται για άνθρωπο τον οποίο βασανίζουν ακόμη ερωτήματα για τις κρίσιμες αποφάσεις που πήρε πριν από 40 και κάτι χρόνια και οι οποίες σφράγισαν την πορεία του τόπου, αλλά και την δική του μοίρα. Την πρώτη φορά που τον γνώρισε ο γράφων, πριν από μερικά χρόνια, ήταν σαφές πως συνέχιζε να αναζητεί τις απαντήσεις σε τρία κρίσιμα ερωτήματα: πώς μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι το 1963 και τη φοβερή σύγκρουση με τους Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1965 και, τέλος, πώς θα μπορούσε να είχε χειριστεί τη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967 και την επωδό της. Ο Κωνσταντίνος διηγείται με αντικειμενικότητα τα γεγονότα εκείνης της εποχής.
H μνήμη του είναι δυνατή - μπορεί εύκολα να θυμηθεί μικρά συμβάντα που εκτυλίχθηκαν πριν από μισό αιώνα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο είναι και - υποσυνείδητα ή εσκεμμένα - επιλεκτική. Γεγονός είναι πως για πρώτη φορά ανοίγει τα χαρτιά του για κάθε σημαντική πτυχή της ταραγμένης ελληνικής δημοκρατίας της περιόδου 1955-74. H συνέντευξη αυτή απαιτεί δύο και τρεις αναγνώσεις σε ορισμένα σημεία. Και αυτό γιατί στην τρίτη ανάγνωση προκύπτει πάντοτε ένα εύλογο ερώτημα: Μα πώς δεν ήξερε τι συνέβαινε στο παρασκήνιο; Και αν δεν ήξερε, μήπως υπήρχαν στενοί συνεργάτες του, όπως π.χ. ο Μιχαήλ Αρναούτης, που έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια εν αγνοία του; H ευθύνη ασφαλώς ανήκει μόνο σε εκείνον, αλλά για όσους ψάχνουν την ιστορία με μανία, οι απαντήσεις αυτές έχουν τη σημασία τους. Το συμπέρασμα πάντως παραμένει πως ο Κωνσταντίνος κρύβει ακόμη πράγματα, είτε γιατί δεν θέλει να εκθέσει συνεργάτες του είτε για να μην «ενοχοποιήσει» περαιτέρω την υστεροφημία του.
Ο Κωνσταντίνος στη συνέντευξή του μιλάει ανοιχτά για τις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι, από την επιλογή του ως πρωθυπουργού το 1955 ως την αυτεξορία του στη Γαλλία το 1963 αλλά και ως τη Μεταπολίτευση. «Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και πολύς κόσμος θεωρούσαν ότι ο Καραμανλής, τότε ηλικίας 47 χρόνων, ήταν ο πολιτικός που θα μπορούσε να σχηματίσει μια ισχυρή κυβέρνηση και να οδηγήσει τον τόπο σε μία νέα πορεία» αναφέρει εξηγώντας την επιλογή των Ανακτόρων μετά τον θάνατο του Στρατάρχη Παπάγου, η οποία αιφνιδίασε τότε τον πολιτικό κόσμο.
Περιγράφει την κρίση του 1963, όταν ο Καραμανλής συγκρούστηκε με τους αειμνήστους Βασιλείς Παύλο αλλά και την Φρειδερίκη με αφορμή το επίσημο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο. Για πολλούς ιστορικούς η σύγκρουση εκείνη ήταν καταλυτική και αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή της παρατεταμένης αστάθειας που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο Κωνσταντίνος διηγείται για πρώτη φορά πώς αντέδρασε ο πατέρας του όταν έμαθε την πρόθεση του Καραμανλή να αναχωρήσει για το Παρίσι: «Θυμάμαι πως μόλις το πληροφορηθήκαμε μου έδωσε εντολή ο πατέρας μου να πάρω το αυτοκίνητο και να τρέξω στο αεροδρόμιο για να προσπαθήσω να αποτρέψω την αναχώρηση του Καραμανλή. Δυστυχώς δεν πρόλαβα, αλλά δεν πιστεύω πως θα τον απέτρεπα».
Ο Παύλος είχε προφανώς καταλάβει τη σημασία της αποχώρησης του Καραμανλή γιατί, όπως διηγείται ο Κωνσταντίνος: «Οταν ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και τον πήγαν στον "Ευαγγελισμό", στα τέλη του 1963, για να κάνει ακτινογραφίες, θυμάμαι πως μια μέρα, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, γυρίζει και με ρωτά: Δεν μου λες, εσύ γιατί νομίζεις ότι παραιτήθηκε ο Καραμανλής;». Ο Κωνσταντίνος έχει τη δική του ερμηνεία, καθώς πιστεύει ότι ο αρχηγός της EPE ήξερε πως τελείωνε πολιτικά και προτίμησε να ρίξει την ευθύνη στο Παλάτι βρίσκοντας μια δικαιολογία να εγκαταλείψει τον στίβο της πολιτικής.
Επιπλέον αναφέρεται στην περίοδο της διακυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου περιγράφοντας μια ειδυλλιακή σχέση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αποκαλύπτει μάλιστα πως σε μια κοινωνική βραδιά στο παλάτι εκμυστηρεύθηκε στον «Γέρο» τις ανησυχίες του για μια ενδεχόμενη σύγκρουσή τους και εκείνος του απάντησε: «Άκουσε, Βασιλεύ. H διαφωνία Βασιλέως και Δεξιάς δεν είναι παρά μία οικογενειακή υπόθεση. Διαφωνία Βασιλέως και Δημοκρατικής Παρατάξεως είναι τραγωδία του Έθνους». Καταλαβαίνουμε όλοι μας τους σαφείς διχαστικούς του όρους και την αλαζονεία που τον είχε καταλάβει.
H τραγωδία, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν άργησε να έλθει. Ο Κωνσταντίνος εξηγεί πως δεχόταν πιέσεις από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της εποχής για να αντιπαρατεθεί με τον Παπανδρέου.
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος αποκαλύπτει επίσης για πρώτη φορά έναν από τους συντάκτες των περιώνυμων βασιλικών επιστολών, τις οποίες ο ίδιος έστειλε στον πρωθυπουργό Παπανδρέου προτού παραιτηθεί. Οι ιστορικοί αναζητούν χρόνια να βρουν την απάντηση και ο Κωνσταντίνος παραδέχεται πως ένας από τους συντάκτες ήταν ο Πάνος Κόκκας, τότε εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» και ένας από τους στενότερους φίλους και συμμάχους του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Εν συνεχεία διηγείται πώς κατέληξε ο ιστορικός διάλογος που είχε με τον Παπανδρέου πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου του στην Ηρώδου Αττικού, στις 15 Ιουλίου 1965:
«- Κύριε Πρωθυπουργέ, γιατί δεν κάνουμε κάτι άλλο...
- Τι άλλο μπορεί να γίνει;
- Προτείνω να μεταφερθεί η διαδικασία της ανακρίσεως στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν το δεχθείτε, θα υπογράψω αμέσως το σχετικό διάταγμα για να αναλάβετε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης.
Ο πρωθυπουργός φάνηκε πολύ αμήχανος, αλλά, δυστυχώς, δεν δέχθηκε την πρότασή μου, υπέβαλε την παραίτησή του και φεύγοντας κοντοστάθηκε στην πόρτα, και μου είπε:
- Εχω την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το δικαίωμα να ζητήσω τη διεξαγωγή εκλογών. Αλλά δεν το ζητώ.
Οπότε του λέω:
- Είμαι, τότε, κύριε Πρωθυπουργέ, ελεύθερος να κινηθώ όπως νομίζω.
- Αντιλαμβάνομαι απολύτως τι μου λέτε, Μεγαλειότατε».
Ο Κωνσταντίνος μιλάει για τα δικά του λάθη εκείνη την περίοδο: «Δεν γνωρίζω γιατί έγιναν όλα αυτά, νομίζω όμως ότι είχα σωστά προβλέψει πως κάποιοι επεδίωκαν να συγκρουστώ με τον Γ. Παπανδρέου. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Πρέπει όμως να σας ομολογήσω ότι διέπραξα λάθη. Πρώτον: Δεν έπρεπε ποτέ να είχα απευθύνει στον πρωθυπουργό εκείνες τις επιστολές. Δεύτερον: Δεν έπρεπε ποτέ να εμπλακώ τόσο γρήγορα σε διαφωνία με τον Γ. Παπανδρέου. Τρίτον: Επρεπε να καταβάλω μεγαλύτερες προσπάθειες για να τον πείσω να μην παραιτηθεί».
Ο Κωνσταντίνος ομολογεί πως ως σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί ο Παπανδρέου δεν του ζήτησε ούτε τότε αλλά ούτε και λίγο αργότερα να προχωρήσει σε εκλογές, γεγονός που ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί και σχεδόν βέβαιο πως θα κέρδιζε η EK.
Στο ουσιώδες ερώτημα κατά πόσο γνώριζε για τη δωροδοκία βουλευτών της EK προκειμένου να ψηφίσουν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο Κωνσταντίνος αρνείται ότι ο ίδιος είχε δώσει κάποια σχετική εντολή, αλλά προσθέτει με νόημα: «Δεν είχα απολύτως καμία ανάμειξη σε αυτό το ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους θεσμούς παρασκήνιο». Οταν επιμένουμε: «Υπάρχει περίπτωση κάποιος δικός σας άνθρωπος να έκανε κάτι;» εκείνος απαντά: «Δεν έχω ερευνήσει το θέμα αυτό. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ τους Αρναούτη, Χοϊδά και Παπανικολάου αν είχανε επιχειρήσει να εξαγοράσουν βουλευτές. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι θα μίλησαν σε κάποιους βουλευτές προκειμένου να τους πείσουν να στηρίξουν τις κυβερνήσεις Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου».
Και σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα ζήτημα που αφορά το πόσο διαφορετική είναι η δική του διήγηση από το περιεχόμενο των απορρήτων αμερικανικών εγγράφων της εποχής εκείνης. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος υποστηρίζει ότι τον είχε ενοχλήσει βαθύτατα ο επικεφαλής της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Νόρμπερτ Ανσουτζ γιατί ανακατευόταν πολύ στα εσωτερικά της χώρας και προέτρεπε βουλευτές να μην ψηφίσουν τον Στεφανόπουλο. Τα επίσημα αρχεία των ΗΠΑ δείχνουν τον Ανσουτζ να έχει υπογράψει αίτημα της πρεσβείας, ύστερα από κρούση των Ανακτόρων, να ξεκινήσει μυστική επιχείρηση της CIA για την εξασφάλιση των απαραίτητων ψήφων βουλευτών για την κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Εν πάση περιπτώσει ο Κωνσταντίνος διηγείται, για πρώτη φορά, πώς συνάντησε μυστικά τον Γεώργιο Παπανδρέου σε μια ερημική τοποθεσία λίγους μήνες μετά τα γεγονότα της Αποστασίας. Όμως ο Βασιλεύς έσωσε την χώρα σε πρώτη φάση από μία ενδεχόμενη κομμουνιστικοποίηση ηγήτωρ της οποίας θα ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Μία ακόμη τοποθέτησή του που θα προκαλέσει αντιδράσεις είναι όσα περιγράφει για τη μυστική αποστολή του στενού του συνεργάτη Δημητρίου Μπίτσιου στο Παρίσι, το 1966, για να πείσει τον Καραμανλή να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική. Κατά τον Βασιλέα ο Μπίτσιος του είπε: «Ο Καραμανλής μού τόνισε ότι προϋπόθεση για να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι να κηρύξετε τον στρατιωτικό νόμο, ως έχετε δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα». Ο Κωνσταντίνος ισχυρίζεται όμως ότι και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της EPE και πρωθυπουργός όταν έγινε το πραξικόπημα, «μου είχε δύο φορές εισηγηθεί να κηρύξω τον στρατιωτικό νόμο. Μία φορά επί κυβερνήσεως Στεφανόπουλου και μία όταν ήταν πρωθυπουργός, το 1967, πριν το πραξικόπημα».
Και σε αυτό το σημείο, αν δηλαδή το Παλάτι είχε δώσει εντολή για τη διεξαγωγή ενός «θεσμικού» πραξικοπήματος ή, όπως απεκαλείτο τότε, μιας «συνταγματικής εκτροπής», η διήγηση του Κωνσταντίνου έρχεται σε αντίθεση με τα αμερικανικά αρχεία αλλά και διηγήσεις άλλων ιστορικών πρωταγωνιστών. Τα αρχεία εμφανίζουν π.χ. τον Μπίτσιο να ζητεί από τον τότε σταθμάρχη της CIA Τζακ Μόρι το «πράσινο φως» για μια βασιλική «εκτροπή», ενώ ο ένας από τους τρεις δικτάτορες, ο Νικόλαος Μακαρέζος, έχει διηγηθεί στον γράφοντα ότι ο Αρναούτης ήταν απολύτως ενήμερος για την ανανέωση του σχεδίου «Προμηθεύς» το οποίο εφαρμόστηκε την 21η Απριλίου.
Ο Κωνσταντίνος περιγράφει με λεπτομέρειες τι συνέβη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 αρχικά στο Τατόι, όπου τον επισκέφθηκαν οι Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος, και εν συνεχεία στο Πεντάγωνο, όπου αντελήφθη ότι είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης. Εν συνεχεία διηγείται την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, τον Σεπτέμβριο του 1967, και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Τζόνσον. Ο Βασιλεύς αποκαλύπτει μάλιστα πως ο Τζόνσον του έστειλε ύστερα από λίγο καιρό έναν ειδικό ασύρματο με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνεί απευθείας με τον Λευκό Οίκο. Εχει ενδιαφέρον άλλωστε το πώς ο Κωνσταντίνος πληροφορείται, και λόγω των αμερικανικών αρχείων, ότι ένας αμερικανός αξιωματικός με τον οποίο είχε συνδεθεί στενά από τη δεκαετία του 1950 και με τον οποίο έπαιζε συχνά σκουός και του μιλούσε ανοιχτά, δεν ήταν ένας «απλός» αξιωματικός αλλά ο βασικός άνθρωπος που είχε τοποθετήσει η CIA δίπλα του.
Ο Κωνσταντίνος διηγείται ακόμη την τραγική εξέλιξη του αντικινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και τη μακρά περίοδο εξορίας, αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν στο Λονδίνο. Για πρώτη φορά αποκαλύπτει πως ο ίδιος, αλλά και ο Καραμανλής μέσω αυτού, είχε ενημερωθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την επιστολή του προς τη χούντα των Αθηνών τον Ιούλιο του 1974, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση των ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο. Αυτή είναι η επιστολή που πυροδότησε την οριστική ρήξη στις σχέσεις Μακαρίου - Ιωαννίδη και την πρόσκαιρη ανατροπή του προέδρου της Κύπρου.
Ο Βασιλεύς διηγείται τέλος την τελευταία του συνομιλία με τον Καραμανλή λίγο προτού εκείνος επιστρέψει στην Ελλάδα στις 23 Ιουλίου 1974: «Ολη μέρα χτύπαγαν τα τηλέφωνα. Κάποια στιγμή μου λέει η τηλεφωνήτρια ότι με ζητά ο President of Paris. Λέω κάποιος δημοσιογράφος μου κάνει πλάκα. H γυναίκα μου λέει ότι ο Καραμανλής είναι ο πρόεδρος από το Παρίσι. Σηκώνω αμέσως το τηλέφωνο και όντως ήταν ο Καραμανλής. Ποτέ δεν είχα ακούσει τον πρόεδρο έτσι. Ηταν έξαλλος από την αγωνία του και φώναζε: Μεγαλειότατε, τι να κάνω; Αυτή τη στιγμή με πήρε ο Γκιζίκης και μου λέει να γυρίσω πίσω. Εκείνη την στιγμή το ένστικτό μου μου έλεγε ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα. Αλλά μπαίνει η λογική και του λέω ότι αν μπορώ να δώσω μια συμβουλή είναι: Μπείτε στο πρώτο αεροπλάνο και φύγετε. Καλά, καλά, θα το σκεφτώ, μου λέει.
Μετά απ' αυτό το τηλεφώνημα, παίρνω αμέσως τη βασίλισσα της Αγγλίας, μίλησα στον πρωθυπουργό και του είπα: Μίλησα με τον κ. Καραμανλή και έγινε αυτό κι αυτό. Μου έδωσε ραντεβού να τον συναντήσω. Ενημερώνω αργότερα τον Καραμανλή, ο οποίος ήταν τελείως αλλαγμένος και υπό έλεγχο, και του είπα ότι έχω ραντεβού με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας. Επειδή είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσετε στην Ελλάδα σε μερικές ώρες και θα αναλάβετε την ευθύνη του τόπου,δεν έχω διάθεση να προβώ σε καμία ενέργεια η οποία θα μηδένιζε κάποια προσπάθεια. Ο κ. Καραμανλής ήταν ευγενέστατος και με συνεκίνησε λέγοντάς μου: Ακούστε, όλες οι κινήσεις που κάνατε τα τελευταία χρόνια με βρήκαν σύμφωνο.
Λέω, κύριε πρόεδρε, το έργο που θα αναλάβετε είναι πάρα πολύ δύσκολο και εγώ θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν, στις δυνάμεις μου, να σας βοηθήσω. Μου λέει, θα ήθελα να σας πω κάτι. Λέω, τι θέλετε, κύριε πρόεδρε; Μου λέει, εγώ δεν έχω θέσει θέμα θεσμού, διότι δεν θέλω να κόψω τις σχέσεις πριν φθάσω κάπου. Μόλις φθάσω, θα το θέσω το θέμα αμέσως και θα σας παρακαλέσω να είστε έτοιμος να κατέβετε αμέσως, για να μπορέσω αμέσως να ορκιστώ. Του λέω, κύριε πρόεδρε,κοιτάξτε να δείτε, αυτή τη στιγμή αυτό που πρωτεύει απ' όλα είναι να φύγει η χούντα απ' τη μέση. Εγώ θα κάνω ό,τι μου είναι δυνατόν να σας βοηθήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση Έλληνας να κοιμάται αυτή τη στιγμή. Βεβαίως θα είμαι έτοιμος να γυρίσω ανά πάσα στιγμή. Ο Θεός μαζί σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Γεια σας, γεια σας».
Ο Καραμανλής δεν τηλεφώνησε ποτέ ξανά στον Κωνσταντίνο.
Από τα παραπάνω είναι σαφές πως ο Βασιλεύς μιλάει σε αυτή τη συνέντευξη για όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σφράγισαν την βασιλεία του. Είναι εύλογο, ίσως, να μην μπορεί να παραδεχθεί ακόμη δημόσια ότι υπήρξαν συνεργάτες του που έπαιζαν τα δικά τους «παιχνίδια». Μπορεί ακόμη να μη θέλει να δημοσιοποιήσει ποιος ή ποιοι πολιτικοί τον παρέσυραν πριν από τις 15 Ιουλίου 1965 διαβεβαιώνοντάς τον ότι «120 βουλευτές της EK είναι μαζί μας και θα ψηφίσουν όποια κυβέρνηση τους προτείνετε». Σίγουρα πάντως αυτή η συνέντευξη είναι αποκαλυπτικότατη και ειλικρινής η τοποθέτησή του ως τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου