Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου
α) Ιερά
ιστορία
Όταν ομιλούμε γενικά για ιστορία,
εννοούμε τα διάφορα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στον χρόνο και τον χώρο, και τα
οποία καθορίζουν το μέλλον των λαών, των Εθνών και των ανθρώπων στο ιστορικό
επίπεδο και γίγνεσθαι.
Όμως, πέρα από αυτήν την ιστορία
την οποία καθορίζουν τα διάφορα γεγονότα ή οι χαρισματικές
προσωπικότητες, υπάρχει και η ιερά ιστορία, που καθορίζουν οι Προφήτες στην
Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που εδέχθησαν την αποκάλυψη του Θεού και την
μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό
βίο του ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για παράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο
Λόγο, έλαβε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για
τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του ιστορικού βίου - κοινή
ιστορία- υπάρχει και η ιερά ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός
προετοίμασε τους ανθρώπους για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση
του Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για
την ποικιλότροπη αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. «Πολυμερώς και πολυτρόπως
πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ'
εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ, ον έθηκεν κληρονόμον
πάντων» (Εβραίους α , 1-2). Σε άλλη περίπτωση κάνει λόγο για το ότι ο νόμος
έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν: «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν»
(Γαλ. γ , 24). Η ιερά ιστορία περιλαμβάνει το πως ο Θεός προετοίμαζε τους
Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη να φθάσουν στην μέθεξη του ασάρκου Λόγου, και πως
προετοίμαζε γενικά τον ισραηλιτικό λαό, δια των Προφητών, να φθάσουν στην μέθεξη
του σεσαρκωμένου Λόγου.
Αυτό ακριβώς είναι και η ουσία της
λεγομένης παραδόσεως, όπως έλεγε στις προφορικές του παραδόσεις ο αείμνηστος π.
Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η μέθοδος εκείνη δια της
οποίας ο άνθρωπος περνά από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό του νου, δια
της νοεράς προσευχής, και στην συνέχεια στην θεωρία του Θεού, που είναι και η
θεολογία. Όλα τα άλλα είναι η περιφέρεια της παραδόσεως. Οπότε, η μετάδοση της
Παραδόσεως από γενιά σε γενιά είναι μετάδοση της μεθόδου, δια της οποίας ο
άνθρωπος οδηγείται στην θέωση, την θεοπτία. Αυτή η μετάδοση της Παραδόσεως
γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, στους μεν Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως,
στους δε Προφήτας της Καινής Διαθήκης εν σαρκί. Αυτό σημαίνει ότι κάθαρση,
φωτισμός και θέωση υπάρχει τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή
Διαθήκη.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην
Παλαιά Διαθήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να
φθάση στην θεωρία του Λόγου, στην μέθεξη του σεσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο
νόμος για να γίνη μια νομοθεσία σε ένα έθνος, όπως υπάρχουν νόμοι και σε όλα τα
έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχη ομοιότητες με άλλους νόμους,
αλλ’ όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήση τον λαό από
την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και
τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθή στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο
τρόπο μπορεί να θεωρηθή και η Σκηνή του Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή
παραλλαγή του ακτίστου Ναού, που είναι ο ίδιος ο Λόγος.
Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και
άκτιστος Νόμος τον οποίον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον μετέφερε με
κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτιστος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα
τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Άκτιστος Ναός είναι ο Λόγος, γιατί ο Λόγος είναι
εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Λόγω. Η Σκηνή του Μαρτυρίου, που αργότερα
περιελήφθηκε στον Ναό του Σολομώντος είναι ο κτιστός σχεδιασμός του ακτίστου
Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση του Χριστού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με
τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Έτσι πρέπει να ερμηνευθή
ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν
ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης
χάριτος και αληθείας» (Ιω. α , 14). Η κτιστή Σκηνή του Μαρτυρίου αντικαταστάθηκε
από την κτιστή σκηνή της σαρκός του Χριστού, την οποία προσέλαβε από την
Παναγία.
Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον
λόγο των Προφητών, τον νόμο του Μωϋσέως, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ.
δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο
προετοίμασε ο Θεός την ανθρωπότητα να φθάση στην θεωρία του Λόγου, αλλά και στην
ενανθρώπηση του Χριστού, δηλαδή να περάση από την πνευματική Εκκλησία της
Παλαιάς Διαθήκης, στην εν σαρκί του Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η
προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού
ενεργείας του Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.
β) Η Παλαιά
Διαθήκη έργο της Εκκλησίας
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι η
Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι έργο της Εκκλησίας και μέσα από
αυτήν την προοπτική πρέπει να μελετάται και να ερμηνεύεται.
Λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την
κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, εν Χριστώ Ιησού. Με αυτήν την έννοια η
Εκκλησία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Κλήμης Ρώμης θα πη, ότι η Εκκλησία
στην Παλαιά Διαθήκη ήταν πνευματική, ενώ στην Καινή Διαθήκη εκφράζεται εν τη
σαρκί του Χριστού. Η Εκκλησία είναι «άνωθεν πρώτη, προ ηλίου και σελήνης
εκτισμένη, πνευματική• πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί του Χριστού».
Έτσι εξηγείται και ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Χριστός, με
την ενσάρκωσή Του «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης ότι ο
Χριστός ενώθηκε μαζί της, όπως η κεφαλή με το σώμα της, «σωματοποιήσας την
Εκκλησίαν ο Λόγος».
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαφορά
μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη
καταγράφονται οι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Καινή Δαθήκη
καταγράφονται οι αποκαλύψεις του Λόγου εν σαρκί. Είναι χαρακτηριστικό το
τροπάριο που αναφέρεται στον Χριστό και στις αποκαλύψεις Του: «πρότερον μεν
άσαρκον ως Λόγον ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον».
Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από
αποκαλύψεις, προ της ενσαρκώσεως, μετά την ενσάρκωση, προ της αναστάσεως του
Χριστού, μετά την Ανάστασή Του, προ της Αναλήψεως και μετά την Ανάληψή Του. Όταν
κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση του ανθρώπου και την θεοπνευστία,
αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και
επομένως έχει υποστή την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη
βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού, γίνεται δια της
θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος είναι
θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί του αποκαλυφθέντος Θεού. Δεν στοχάζεται, δεν
ομιλεί φανταστικώς, αλλά αποκαλυπτικώς, θεοπνεύστως. Ο Προφήτης, της Παλαιάς και
της Καινής Διαθήκης, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, κοινωνεί με τον άσαρκο
και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοήματα
και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα
οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την Αποκάλυψη, δηλαδή την
εμπειρία της θεώσεως. Πάντως στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά
και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.
Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας την
αυγουστίνεια παράδοση, ισχυριζόταν ότι τα οράματα των Προφητών στην Παλαιά
Διαθήκη ήταν σύμβολα, έξωθεν πραγματικότητες, κάτι που γινόταν και απογινόταν,
και γι' αυτό οι Προφήτες ήταν
κατώτεροι των φιλοσόφων και οι αποκαλύψεις τους «χείρω της ημετέρας νοήσεως».
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον περιφρονούσε και περιφρονεί η δυτική θεολογία
την Παλαιά Διαθήκη. Όμως, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανήρεσε αυτήν την άποψη,
υποστηρίζοντας ότι τα οράματα των Προφητών δεν ήταν σύμβολα και φαντάσματα, κάτι
που γίνεται και απογίνεται, αλλά αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και ταύτιζε τις
αποκαλύψεις των Προφητών με τις αποκαλύψεις των Αποστόλων και των Πατέρων της
Εκκλησίας, γι‘ αυτό, μεταξύ των άλλων έγραφε: «τούτο τελειότης εστί σωτήριος εν
τε γνώσει και δόγμασι, το ταυτά φρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν
απλώς, δι’ ων το άγιον Πνεύμα μαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων
αυτού».
Έτσι, αποκάλυψη του Θεού υπάρχει
τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η διαφορά όμως μεταξύ των
αποκαλύψεων στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία.
Το πρώτο στην ενσάρκωση, αφού η
Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον αποκαλυπτόμενο στους Προφήτας Λόγο, ενώ η Καινή
Διαθήκη κάνει λόγο για τον Χριστό, τον ενσαρκωθέντα Λόγον. Έτσι, στην Παλαιά
Διαθήκη υπάρχει θέωση, που συνδέεται με την αποκάλυψη, αλλά χωρίς την ανθρώπινη
φύση του Χριστού, που σημαίνει ότι ο Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης έφθανε στην
θέωση, ήταν φίλος του Λόγου, χωρίς όμως να βλέπη την ανθρώπινη φύση του Χριστού,
την οποία ακόμη ο Χριστός δεν είχε προσλάβει. Άλλωστε, το όνομα Χριστός, δηλώνει
την χρίση της ανθρωπίνης φύσεως από την θεότητα, ενώ στην Παλαιά Δαθήκη ο Λόγος
δεν ήταν κεχρισμένος. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός ήταν άγγελος Κυρίου, Κύριος
της δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης βουλής Άγγελος. Είναι σημαντικό ότι
στην Πεντάτευχο γίνεται αναφορά στον Κύριο της δόξης, τον άγγελο Κυρίου, και
στην ερμηνεία της που γίνεται από την Σοφία Σολομώντος, αυτός ο άγγελος της
δόξης χαρακτηρίζεται «Σοφία του Θεού». Πρόκειται περί του Λόγου του Θεού, τον
οποίο αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και περί της Σοφίας του Θεού για την οποία
κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος.
Το δεύτερο σημείο διαφοράς μεταξύ
της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη η
μέθεξη της δόξης του Θεού είναι προσωρινή και γι’ αυτό οι θεούμενοι πέθαιναν και
σωματικά και ψυχικά, ενώ στην Καινή Διαθήκη οι θεούμενοι μετέχουν κατά μόνιμο
τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριάδος, διότι μετέχουν στην θεωθείσα σάρκα του
Χριστού, και διότι καταργήθηκε ο θάνατος. Ο Προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη μετέχει
του ασάρκου Λόγου, ενώ στην Καινή Διαθήκη μετέχει του σεσαρκωμένου Λόγου, μέσω
της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.
Πέρα από αυτά πρέπει να κατανοηθή ο
λόγος του Χριστού στους Αποστόλους ότι θα τους αποστείλη το Άγιον Πνεύμα που θα
τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιε 13). Πρέπει να αναλυθή αυτή η
υπόσχεση του Χριστού, διότι μπορεί να εκληφθή ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν
υπάρχει αλήθεια, ότι δήθεν οι αποκαλύψεις στην Παλαιά Διαθήκη είναι φάσματα της
αληθείας, και ότι δήθεν ο άνθρωπος ανεβαίνει προοδευτικά στην αλήθεια, περνώντας
από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί, όπως είδαμε
προηγουμένως, και στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μέθεξη του ασάρκου Λόγου δια της
θεώσεως του Προφήτου, έστω και κατά προσωρινό τρόπο. Και αυτό φαίνεται από το
ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας για να ομιλήσουν για τον Τριαδικό Θεό και την
Θεοφάνειά Του, ανέφεραν χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και τα ερμήνευσαν ως
πραγματικές Θεοφάνειες.
Για παράδειγμα οι Πατέρες της
Εκκλησίας, όπως ο Μ. Αθανάσιος, στα έργα τους, αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς
που ισχυρίζονταν ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει Θεοπτία, αλλά οσάκις οι
Προφήτες έβλεπαν τον Θεό, έβλεπαν τον κτιστό Λόγο, τον έβλεπαν δια του κτίσματος
που ήταν ένα σύμβολο και δεν ήταν άκτιστο, αντέδρασαν λέγοντες ότι ο Λόγος που
αποκαλυπτόταν στους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μεγάλης Βουλής άγγελος ήταν ο άκτιστος
Λόγος. Οπότε, η συζήτηση μεταξύ αρειανών και Πατέρων της Εκκλησίας ήταν εάν
ο Μεγάλης Βουλής άγγελος που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη στους Προφήτας ήταν
κτιστός η άκτιστος. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ήταν κτιστός και αυτός ο κτιστός
Λόγος σαρκώθηκε, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας υποστήριζαν ότι ο Λόγος που
εμφανιζόταν στους Προφήτας ήταν άκτιστος Λόγος. Οπότε, στην πραγματικότητα η
διαμάχη ήταν για την θεοπτία, αν ο Μεγάλης Βουλής άγγελος, ο Λόγος, είναι
ομοούσιος με τον Πατέρα η ανόμοιος με Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες
έφθασαν στην θεωρία του Θεού Λόγου, και γνώριζαν ότι ο Κύριος της δόξης έχει την
ίδια δόξα με τον Πατέρα και γι' αυτό
είναι ομοούσιος με Αυτόν, ενώ οι αρειανοί δεν είχαν αυτήν την θεοπτική εμπειρία
και κατέληξαν στην αίρεση. Οπότε, προηγείται η θεωρία και ακολουθεί η έκφρασή
της με τον όρο ομοούσιος, που είναι το ρητό. Έτσι, το ομοούσιος είναι το νέο που
εμφανίζεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας όρος που εκφράζει την
εμπειρία της ακτίστου δόξης, που έβλεπαν και βλέπουν οι θεόπτες, και βεβαίως
κατ’ επέκταση σημαίνει ότι το ομοούσιος δεν κατανοείται φιλοσοφικώς, αλλά
εμπειρικώς. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, σημαίνει
ότι είναι άκτιστος και αυτό βεβαιώνεται από την εμπειρία της ακτίστου δόξης του
Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Αθανάσιος, προκειμένου να αντιμετωπίση τα
επιχειρήματα του Αρείου, αντλούσε επιχειρήματα και από τις δύο Διαθήκες, ήτοι
από την Παλαιά και την Καινή.
Έτσι, όταν ο Χριστός υποσχόταν
στους Αποστόλους ότι το Άγιον Πνεύμα θα τους οδηγήση «εις πάσαν την αλήθειαν»,
δεν εννοούσε ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε ψεύδος, η μερική αλήθεια, αλλά
αναφερόταν στην διαφοροποίηση της Εκκλησίας, αφού στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία
ήταν πνευματική, υπήρχε μέθεξη με τον άσαρκο Λόγο, χωρίς ανθρώπινη σάρκα, ενώ
στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μέθεξη με τον Χριστό στην τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση
Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης που είδε τον Θεό έγινε ναός του, ενώ στην
Καινή Διαθήκη είναι κατοικητήριο της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς σε κάθε Προφήτη,
χωρίς να τεμαχίζεται, και στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή, όπως
ομολογείται στην θεία Λειτουργία «μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο
μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Έτσι, την ημέρα της Πεντηκοστής έχουμε την
άλλη διάσταση της Εκκλησίας, την σαρκική, και αυτό δηλώνει ο λόγος του Χριστού
ότι το Άγιον Πνεύμα θα αποκαλύψη την πάσαν αλήθειαν την ημέρα της Πεντηκοστής.
Αυτή είναι η υπερτάτη αλήθεια και πέρα από αυτήν την αλήθεια της Εκκλησίας, ως
Σώματος του Χριστού, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης Σαρκός
του Χριστού, και υπερβαίνει τον θάνατο, δεν υπάρχει άλλη αλήθεια.
γ) Ερμηνεία
υπό θεουμένων
Γίνεται φανερό από όσα μέχρι τώρα
ελέχθησαν ότι η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να ερμηνευθή με τα κριτήρια της εθνικής
ιστορίας ενός λαού, αλλά μπορεί να ερμηνευθή και με τα κριτήρια της ιεράς
ιστορίας, ότι, δηλαδή, περιγράφει την προετοιμασία της ανθρωπότητας από τον
άσαρκο Λόγο για να ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου και την δημιουργία
της Εκκλησίας ως του ενδόξου Σώματός Του. Αυτήν την δεύτερη ερμηνεία συναντούμε
στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, των Προφητών της Καινής Διαθήκης.
Οι Πατέρες είναι θεούμενοι, έφθασαν
στην μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού εν τη σαρκί του Χριστού και απέκτησαν
την ίδια εμπειρία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε είναι και οι πλέον
κατάλληλοι για να την ερμηνεύσουν με κτιστά ρήματα και νοήματα. Αυτό σημαίνει
ότι οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται μέσα από την θεωρία των
αγίων της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι αποκρυπτογραφούν την προνοητική ενέργεια του
Θεού μέσα στην κτίση και την ιστορία. Άλλωστε, μέσα στην κτίση δεν υπάρχουν
μερικοί φυσικοί νόμοι που την διευθύνουν απρόσωπα και μηχανικά, αλλά ενεργεί σε
αυτήν η άκτιστη συντηρητική και προνοητική ενέργεια του Θεού. Όσοι βρίσκονται σε
κατάσταση φωτισμού και θεώσεως, μπορούν να βλέπουν αυτούς τους πνευματικούς
λόγους, τους λόγους των όντων, να τους κατανοούν και να τους
ερμηνεύουν.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά
παραδείγματα από την ερμηνευτική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων της
Εκκλησίας που πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Θα αρκεσθώ όμως σε μερικά
ενδεικτικά.
Η προς Εβραίους επιστολή του
Αποστόλου Παύλου φανερώνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και
Καινής Διαθήκης και ότι όλα όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν την ιερά
ιστορία, που δείχνει το πως ο Θεός προετοίμασε τον λαό για την έλευση του
Χριστού. Στην επιστολή αυτή φαίνεται η δόξα του ακτίστου Ασάρκου και
σεσαρκωμένου Λόγου, η ανωτερότητά Του από τους κτιστούς αγγέλους, από τον Μωϋσή
και τον Ααρών, η ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού από την ιουδαϊκή
ιερωσύνη, η σχέση και διαφορά μεταξύ της σκηνής και της λατρείας της Παλαιάς
Διαθήκης με τον λαό και την λατρεία της Καινής Διαθήκης, η πίστη των δικαίων και
των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που είναι πίστη εκ θεωρίας, η είσοδός μας στην
κατάπαυση του Θεού, που είναι ο ιερός ησυχασμός, η παρότρυνση να προχωρήσουμε
στην θεωρία του Θεού, όπως ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά και η προτροπή να
υπακούσουμε στους ηγουμένους που αποστέλλει ο Θεός, όπως απέστειλε τους
ηγουμένους-Προφήτας στον ιουδαϊκό λαό. Είναι φανερό ότι η προς Εβραίους επιστολή
του Αποστόλου Παύλου δείχνει πως ερμηνεύεται χριστολογικά και αγιοπνευματικά η
Παλαιά Διαθήκη και πως υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης, με την ουσιαστική διαφορά ότι στην Καινή Διαθήκη υπάρχει η τεθεωθείσα
ανθρώπινη φύση του Λόγου, ως η πραγματική σκηνή του Θεού στην ιστορία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πέρα
από τις ερμηνευτικές αναλύσεις σε διάφορα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, έχει
ασχοληθή σε δύο ομιλίες του για την ασάφεια των προφητειών στην εποχή που
ελέχθησαν, καθώς επίσης και με την σύνοψη της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης «ως εν
τάξει υπομνηστικού», όπου ανευρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την
ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από το «πνεύμα» της Καινής Διαθήκης.
Κάπου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη
έχει τρία μέρη «το ιστορικόν», «το συμβουλευτικόν» και «το προφητικόν». Όμως,
στην πραγματικότητα, όπως γράφει, ο χωρισμός αυτός είναι εξωτερικός, γιατί
υπάρχει μια σχέση μεταξύ τους, αφού «εν ταις ιστορίαις εύροι τις αν προφητείαν•
και των προφητών ακούσειεν αν πολλά ιστορικά διαλεγομένων. Και το της συμβουλής
δε είδος και το της παραινέσεως, εν εκατέρω τούτων, εν τε τη προφητεία, εν τε τη
ιστορία». Και τα τρία αυτά είδη - η ιστορία, η συμβολή και η προφητεία -
αποβλέπουν σε ένα, «την των ακουόντων διόρθωσιν». Αλλού γράφει ότι η Καινή
Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή-Νέα, από τον χρόνο και την φύση των γεγονότων που
συνέβησαν, γιατί όλα ανακαινίσθηκαν και έτσι είναι «καινά τα μυστήρια». Όμως, ο
«σκοπός εκατέρωθεν των διαθηκών εις, των ανθρώπων η διόρθωσις».
Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης
ομοιάζουν με αινίγματα, γι' αυτό και
τα βιβλία είναι δυσνόητα, ενώ η Καινή Διαθήκη ομιλεί «σαφέστερα και ευκολότερα».
Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο
ένας στο ότι έπρεπε να πραγματοποιηθούν τα γεγονότα και να ενανθρωπήση ο Χριστός
για να γίνουν σαφέστερα, και ο δεύτερος γιατί τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
εγράφησαν σε άλλη γλώσσα, την εβραϊκή, και εμείς την διαβάζουμε στην δική μας
γλώσσα, και είναι γνωστόν ότι «όταν γλώττα ερμηνευθή εις ετέραν γλώτταν, πολλήν
έχει την δυσκολίαν».
Ερμηνεύοντας, όμως, σε άλλα κείμενά
του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την Παλαιά Διαθήκη βλέπει αυτήν την ιερά
ιστορία, και παρατηρεί ότι στους δικαίους και τους προπάτορες, που είναι πατέρες
μας, ήτοι προπάτορες των Πατέρων μας, ενεργεί η καθαρτική, φωτιστική και
θεοποιός ενέργεια του Θεού. Για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τους πρωτοπλάστους,
πριν την πτώση, περιγράφει την αγγελική ζωή που ζούσαν, και το προφητικό χάρισμα
που είχε ο Αδάμ, αφού είδε μετά που ξύπνησε από την έκσταση και την ύπνωση, το
πως δημιουργήθηκε η Εύα, αλλά και τα άλλα που θα ακολουθούσαν μετά την πτώση.
Επίσης, αναλύοντας την ζωή της προφήτιδος Άννης, της Μητρός του Προφήτου
Σαμουήλ, γράφει ότι είχε νοερά προσευχή, που φανερώνει ότι είχε φθάσει στον
φωτισμό του νοός.
Ακόμη, πρέπει να αναφερθή ότι ο
άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναλύοντας τι είναι η τελειότητα, αναφέρει ως πρότυπο
τελειότητος τον Προφήτη Μωϋσή, που έφθασε στην θεωρία του Θεού και είδε τον
άκτιστο Λόγο. Αλλά και ο Μ. Βασίλειος αναλύει τους ψαλμούς του Δαυίδ, ερμηνεύει
διάφορα γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τους Μακκαβαίους, και τα
θέτει υποδείγματα στους Χριστιανούς της εποχής του. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι
Πατέρες πράγμα που δείχνει ότι έβλεπαν την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της
Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και ότι και στις δύο Διαθήκες διασώζεται η ίδια
παράδοση που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και τον αγιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου