Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

Ο ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Γράφει ὁ Χρῆστος Ἀντωνιάδης, συνδιαχειριστὴς τοῦ «Δημοκρατικοῦ Ἐλληνικοῦ Βασιλείου» (πρώην «Δημοκρατικοῦ Ἐθνικοῦ Ρεύματος»).

    Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά τον θάνατο του βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ την 10η Ιανουαρίου αποφάσισα να συγγράψω αυτό το άρθρο-ανάλυση. Παρακολουθώντας όλες σχεδόν τις συζητήσεις γύρω από την κηδεία του βασιλέως μπήκα στον προβληματισμό να καταθέσω την γνώμη μου γραπτώς. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να μαζευόμαστε στα καφενεία, χωρισμένοι πάντα σε ομάδες και να διατυπώνουμε την άποψη μας με σχετική ευκολία ή να στεκόμαστε μπροστά στην Τηλεόραση, και να δεχόμαστε πάλι με ευκολία αυτό που μας πλασάρουν, χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να εξετάσουμε σε βάθος το ζήτημα που τίθεται κάθε φορά. Το ίδιο συνέβη και τώρα.

    Το ερώτημα που ετέθη με αφορμή την κηδεία ήταν αν θα έπρεπε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος να ταφεί ως απλός ιδιώτης ή να ταφεί με στρατιωτικές τιμές. Και αμέσως «βούτηξαν» σχεδόν οι πάντες για να εκφράσουν με «κουλτουριάρικο» τρόπο την «εμπεριστατωμένη» άποψη τους. Μόνο που και αυτή τη φορά  ασχοληθήκαμε με τα επουσιώδη και αγνοήσαμε την ουσία.

    Είναι δευτερεύον ζήτημα κατά την άποψη του γράφοντος, εάν η κηδεία του βασιλέως θα γινόταν με  στρατιωτικές τιμές ή όχι. Θα μπορούσε βεβαίως να υπάρχει στρατιωτικό άγημα στην κηδεία, το οποίο θα απέδιδε τιμές στον βασιλέα, από την στιγμή που ο Κωνσταντίνος υπήρξε αρχηγός κράτους. Θα γινόταν αυτό όμως, χωρίς να προκληθεί οχλαγωγία; Φοβούμαι πως, όχι… Ίσως για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει μία ενδιάμεση λύση και αποφάσισε η ταφή να γίνει στη μητρόπολη Αθηνών, αλλά χωρίς στρατιωτικό άγημα.

    Είναι όμως το βασικό ζητούμενο, το αν η κηδεία θα γινόταν με πιο επίσημο τρόπο; Αυτό που θα πρέπει πρωτίστως να μας απασχολεί είναι οι πάμπολλες παθογένειες της ελληνικής πολιτικής, η κακή μας νοοτροπία που γεννάει τα προβλήματα και ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος προς μία ουσιαστικότερη κατεύθυνση.

    Εδώ και πολλά χρόνια γίνονται συζητήσεις επί διαφόρων θεμάτων που αφορούν στην πολιτική ζωή, έχουν ψηφιστεί πάρα πολλά νομοσχέδια και από το 1975 έχει γίνει επίσης τέσσερις φορές συνταγματική αναθεώρηση. Η Ελλάδα όμως πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, τόσο στο θέμα της εξωτερικής πολιτικής, όσο και στο θέμα της Οικονομίας. Και αυτό αποτελεί γενική διαπίστωση. Σε βαθμό μάλιστα που έχουμε ξεπεράσει τα φυσιολογικά όρια και τις αντοχές της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Επομένως θα έπρεπε να προβληματιστούμε σοβαρά για την χρησιμότητα του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και αν διαπιστώσουμε ότι αυτό είναι αναποτελεσματικό, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να το εκσυγχρονίσουμε. Δυστυχώς, όμως αυτό δεν συμβαίνει.

    Έχει εξαιρετική σημασία η άποψη που είχε διατυπώσει ο Νίκος Αλιβιζάτος ένας επιφανής, αλλά και συστημικός συνταγματολόγος σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13 Μαρτίου 2011. Ότι “η αλαζονεία της εξουσίας είναι θέμα θεσμών, η κρίση οφείλεται και στην έλλειψη «αντίβαρων» ελέγχου στο πολιτικό σύστημα». Στην ίδια συνέντευξη, εξειδικεύοντας, ο κύριος Αλιβιζάτος είχε τονίσει ότι: «η έλλειψη αντίβαρων στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη σημερινή κρίση. Η έλλειψη αυτή γεννάει την αλαζονεία, την αδιαφάνεια και την αναξιοκρατία, αλλά οδηγεί και σε κακές αποφάσεις, σε μια νοοτροπία, «έχω την πλειοψηφία άρα δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν». Και επίσης, «η εκάστοτε δημοκρατικά νομιμοποιημένη πλειοψηφία δεν μπορεί να ερμηνεύει από μόνη της το Σύνταγμα».

    Είναι πασιφανές ότι τα λόγια του νομικού αποδεικνύουν ξεκάθαρα, ότι οι βουλευτικές εκλογές που διενεργούνται κάθε 4 χρόνια ή και ενωρίτερα δεν δημιουργούν ευοίωνες πολιτικές συνθήκες και δεν συμβάλλουν στην αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος και κατ’ επέκταση στην δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής. Αν λάβουμε υπόψιν τις αντιδράσεις και την κριτική που διατυπώνουν οι πολίτες για τις συνθήκες ζωής, αυτό είναι γενικώς παραδεκτό.

    Είναι μεγάλη ανάγκη να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα Σώμα Γερουσίας ή Συμβούλιο του Έθνους. Η Γερουσία θα πρέπει να έχει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις και δεν θα λειτουργεί μόνο ως απλό συμβουλευτικό σώμα. Οι Γερουσιαστές θα εκλέγονται και θα λειτουργούν ανεξάρτητα ως πρόσωπα και δεν θα δεσμεύονται από τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων. Επιπλέον, οι αυξημένες αρμοδιότητες της Γερουσίας θα δημιουργήσουν μία ισορροπία στο πολιτικό σύστημα. Η Γερουσία υπέρ-καλύπτει και την περίπτωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αφού σε αυτή θα συμμετέχουν διάφοροι εξέχοντες νομικοί και δικαστές, που θα γνωματεύουν και θα εισηγούνται για τη συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου και όχι μόνο… Η ύπαρξη ενός Σώματος Γερουσίας, εναλλακτικά  Συμβουλίου του Έθνους στην Ελλάδα  κρίνεται απόλυτα επιβεβλημένη υπό τις παρούσες συνθήκες. Θα δημιουργήσει «θετική ψυχολογία» στην ελληνική πολιτική και θα επιφέρει, σε μεγάλο βαθμό, ισορροπία στο πολιτικό σύστημα. Για τον λόγο αυτό προτείνεται ανεπιφύλακτα. Ουσιαστικά, θα πρόκειται για ένα «αντίβαρο», το οποίο θα αποτελείται από επίλεκτα πρόσωπα του δημόσιου βίου και θα ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στις αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων, βοηθώντας εν γένει στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδος.

    Οι Γερουσιαστές θα προέρχονται από το Δικαστικό και το Διπλωματικό Σώμα, αλλά και από ένα ευρύ φάσμα πανεπιστημιακών καθηγητών διαφόρων ειδικοτήτων, ενώ θα πρέπει να υπάρχουν και ορισμένα ex officio μέλη. Επίσης, τα μέλη της Γερουσίας δεν θα πρέπει να εκλέγονται μέσω κομματικών ψηφοδελτίων απευθείας από τον λαό, με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που εκλέγονται σήμερα και οι γερουσιαστές στην ιταλική Γερουσία ή έμμεσα από τα περιφερειακά συμβούλια, όπως συμβαίνει στην Ολλανδία (περισσότερα για το θέμα αυτό βλέπε στο βιβλίο “Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος”, εκδόσεις Θαρσώ/2021 Β’ έκδοση, συγγραφέας: Χρήστος Αντωνιάδης).

Η περίπτωση της Γαλλίας

    Κάνοντας μία προέκταση του λόγου μου θα ήθελα να αναφερθώ και στο προεδρικό σύστημα της Γαλλίας (προεδρικό σύστημα γαλλικού τύπου) και να τονίσω ότι το θεωρώ διχαστικό, διότι στο μοντέλο αυτό οι κομματάρχες και οι εκπρόσωποι των ιδεολογιών διεκδικούν και καταλαμβάνουν τη θέση του ανωτάτου άρχοντος. Με την εκλογή ενός κομματάρχη στη θέση του αρχηγού του κράτους, ο οποίος μάλιστα έχει διευρυμένες εξουσίες και αποτελεί «πολιτικό παίκτη», οι δυσμενείς συνέπειες του διχασμού στο γαλλικό έθνος και στη γαλλική κοινωνία, είναι αναπόφευκτες… ο ρόλος του αρχηγού του κράτους είναι μόνο για να εργάζεται και να υπηρετεί την ενότητα του έθνους, και υπό την έννοια αυτή, ένας πολιτικός παίκτης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά για το έθνος.

    Εξετάζοντας το ιστορικό των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία συνάγεται ότι τις περισσότερες φορές οι πρόεδροι εκλέγονται στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα με ποσοστό 50%-55%. Αυτό σημαίνει ότι οι μισοί εκλογείς επιδοκιμάζουν τον εκλεγέντα πρόεδρο, ενώ οι άλλοι μισοί τον αποδοκιμάζουν, και συνεπώς ο πρόεδρος που αναδεικνύεται μέσα από την εκλογική διαδικασία δεν αντιπροσωπεύει όλους τους πολίτες της Γαλλίας.

    Επίσης, δεν είναι δυνατόν να στηριζόμαστε σε σταθερή και συνεχή βάση στην ικανότητα ενός Προέδρου της Δημοκρατίας, που θα λειτουργεί με ενισχυμένες αρμοδιότητες, όπως ορισμένοι προτείνουν, με την ελπίδα ότι αυτό θα δημιουργήσει ένα ισχυρό, ασφαλές και αποδοτικό πολιτικό σύστημα. Δίνοντας ένα παράδειγμα θα αναφερθούμε πάλι στη Γαλλία. Αν εξαιρέσουμε την παρουσία του στρατηγού Ντέ Γκώλ στην προεδρία της Γαλλίας την περίοδο 1959-1969, ουδείς άλλος πρόεδρος υπήρξε έκτοτε ισχυρή προσωπικότητα για την πολιτική ζωή της χώρας. Ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν εξελέγη για μία μόνο θητεία και ηττήθηκε στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών το 1981 από τον Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος (Μιτεράν), αν και εξελέγη για δύο προεδρικές θητείες, σε γενικές γραμμές ήταν μία μέτρια προσωπικότητα. Μέτρια προσωπικότητα ήταν και ο Ζακ Σιράκ. Ο Νικολά Σαρκοζί παρέμεινε πρόεδρος μόνο για 5 χρόνια και ηττήθηκε το 2012 από τον Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος με την σειρά του δεν αποτόλμησε καν να θέσει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία, λόγω της εξαιρετικά χαμηλής του δημοτικότητας. Επομένως, δεν μπορούμε να υπολογίζουμε με ασφάλεια σε ένα καθεστώς προεδρικής δημοκρατίας γαλλικού τύπου. Συμπερασματικώς: το πολιτικό σύστημα χρειάζεται «αντίβαρα» και σωστές ασφαλιστικές δικλείδες και δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι κάθε 5 χρόνια θα εκλέγεται ο μεγάλος ηγέτης-πρόεδρος (ΠτΔ), που με τις ικανότητες του θα τακτοποιεί με επιτυχία τα πάντα και θα φέρνει ευημερία.

    Επανερχόμενος στο θέμα του βασιλέως, θα πρέπει να τονιστεί ότι από το 1974 και μετά γίνεται μία συστηματική παραπληροφόρηση για γεγονότα που είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Η παραπληροφόρηση αφορά το πρόσωπο του βασιλέως και στρέφεται γενικότερα κατά του βασιλικού θεσμού. Παραποιούνται τα γεγονότα για να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες του υπάρχοντος συστήματος, αλλά και για να εδραιωθεί η ισχύς του ίδιου του συστήματος.

    Το ΚΚΕ ύβριζε και εξακολουθεί να υβρίζει με άσχημο τρόπο το πρόσωπο του βασιλέως Κωνσταντίνου και ευρύτερα τον βασιλικό θεσμό. Το κόμμα αυτό αδυνατεί να εκσυγχρονιστεί και καταφεύγει συστηματικά σε ύβρεις για να καλύψει τις αδυναμίες του. Στην ουσία λειτουργεί ως «απορροφητήρας των κραδασμών του συστήματος» και δεν αποτελεί εναλλακτική πολιτική λύση. Προσφέρει κακές υπηρεσίες στις σοσιαλιστικές ιδέες με την τακτική του. Ιστορικά, δεν έχει αναλάβει ακόμα τις ευθύνες του για τον αιματηρό εμφύλιο της περιόδου 1946-1949. Παρά τις συμφωνίες της Γιάλτας και του Πότσνταμ το 1945 προέβη στην αιματηρή επίθεση εναντίον των χωροφυλάκων και των στρατιωτικών στο Λιτόχωρο Πιερίας την νύχτα της 30ης προς 31η Μαρτίου 1946 με σκοπό να ακυρώσει τις δημοκρατικές εκλογές-τις πρώτες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα....

Το Σουηδικό μοντέλο

    Το σημερινό πολιτικό σύστημα της Ελλάδος είναι αναχρονιστικό: μας παρουσιάζει ένα πολιτικό-κομματάρχη για σύμβολο ενότητας του έθνους, ο οποίος με την ιδιότητα του ΠτΔ παραδοσιακά και θεσμικά λειτουργεί ως βάση στήριξης και νομιμοποίησης των αποφάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης, ενώ αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων και ανεπαρκής, αφού (ο ΠτΔ) δεν ήταν/είναι σε θέση να αποτρέψει τη βαθιά οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα. Ο Προκόπης Παυλόπουλος ήταν επί 40 χρόνια κομματικό στέλεχος και επιτελάρχης της Νέας Δημοκρατίας και ξαφνικά το 2015 παρουσιάστηκε από τους πολιτικούς ως σύμβολο ενότητας του έθνους! Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον Κάρολο Παπούλια… υπήρξε, επίσης επί μακρά σειρά ετών κομματικός παράγοντας και επιτελάρχης του ΠαΣοΚ και ξαφνικά το 2005 μας τον παρουσίασαν ως σύμβολο ενότητας του έθνους! Μάλιστα, ο Παπούλιας μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην προεδρία της δημοκρατίας έλαβε μέρος σε ψηφοφορία για τις εσωκομματικές εκλογές του ΠαΣοΚ! Επιπροσθέτως, κομματικοί πρόεδροι ήσαν και οι Κωστής Στεφανόπουλος και Κωνσταντίνος Τσάτσος (ανήκαν στην ΕΡΕ και στη Νέα Δημοκρατία). Το 1990 με αφορμή την υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Χαρίλαος Φλωράκης είχε δηλώσει, ότι η υποψηφιότητα Καραμανλή είναι μία κομματική υποψηφιότητα. Αυτό λέει πάρα πολλά… Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η περίπτωση του Χρήστου Σαρτζετάκη, ο οποίος δεν ήταν κομματικός και έδωσε απτά δείγματα του πατριωτικού ενδιαφέροντος που είχε για την Ελλάδα.

    Ανώτατος άρχοντας του κράτους -κατά την γνώμη μου- θα πρέπει να είναι ένας βασιλέας κατά το σουηδικό πρότυπο, και όχι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η ουδετερότητα του βασιλέως που προέρχεται από το κληρονομικό του αξίωμα,  καθώς και η μη ανάμειξη του Στέμματος στην πολιτική από την άλλη, εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ομοψυχία σε μία κοινωνία, σε σχέση με τον κομματικό αιρετό πρόεδρο.

    Το πολιτειακό μοντέλο της Σουηδίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία και στην Ελλάδα. Η βασιλευομένη δημοκρατία σουηδικού τύπου δεν αντικρούει την ιδεολογία και τις θέσεις κανενός πολιτικού κόμματος και λειτουργεί ενωτικά και ισότιμα για όλους τους πολίτες.

    Ενδεχόμενη επιστροφή του βασιλικού θεσμού στην Ελλάδα και ειδικότερα η υιοθέτηση του σουηδικού πολιτειακού μοντέλου θα συμβάλλει θετικά στην δημιουργία ενωτικού κλίματος που τόσο πολύ έχει ανάγκη η χώρα μας. Κανένας πολίτης, σε οποιαδήποτε ιδεολογία και αν ανήκει, δεν πρέπει να διαλογίζεται αρνητικά σε μία τέτοια προοπτική.

    Από την στιγμή που δεν γίνεται λόγος για έναν βασιλέα με ενισχυμένες εξουσίες, ο βασιλικός θεσμός δεν πρέπει να τίθεται στην «δοκιμασία της κάλπης» και η τύχη του δεν πρέπει να κρίνεται με δημοψήφισμα. Σε διαφορετική περίπτωση ο βασιλεύς θα πάψει να είναι σύμβολο… η επιστροφή του θεσμού θα μπορούσε να γίνει με απόφαση της πλειοψηφίας των 2.5/3 του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι 250 βουλευτές) και την εισαγωγή ενός νέου συντάγματος που θα εγκριθεί από την Βουλή, η οποία θα έχει χαρακτήρα Συντακτικής Συνέλευσης.

    Το δημοψήφισμα του ’74 δεν θα πρέπει να δεσμεύει το μέλλον… έλαβε χώρα σε μία εποχή με διαφορετικές συνθήκες, διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετική ψυχολογία. Εάν η αλλαγή είναι προς το καλύτερο, η Ελλάς θα πρέπει να τολμήσει… Το  πολιτειακό ερώτημα που ετέθη την εποχή εκείνη δεν είναι αντιπροσωπευτικό… Άλλωστε, η σύγχρονη βασιλεία που υπάρχει σήμερα στην βόρεια Ευρώπη, στην Ιαπωνία και σε άλλες χώρες είναι δημοκρατική και δεν θίγει την ουσία του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας.

    Κλείνοντας, θα ήθελα να εκμυστηρευτώ κάτι που μου είπε ο κορυφαίος έλληνας καθηγητής Δημήτρης Κιτσίκης, λίγες ημέρες πριν πεθάνει, τον Αύγουστο του 2021: «Πρέπει μὲ κάθε μέσον νὰ φέρομε ὀπίσω τὸν βασιλέα μας». Σημειωτέον, ότι ο καθηγητής Κιτσίκης ήταν ιδεολογικά κομμουνιστής και η wikipedia τον θεωρούσε έναν από τους τρείς καλύτερους καθηγητές γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων του κόσμου.

Το άρθρο υπάρχει και στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος».

3 σχόλια:

  1. Πρέπει άμεσα να ανανεωθεί η υπάρχουσα επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας ή να δημιουργηθεί μια καινούρια. Σε συνδυασμό με την -συνετή- χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης(social media επί το νεοελληνικότερον), θα προσελκυστεί ένα μέρος της νεολαίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχω μια ερώτηση:
    Σε λίγες βδομάδες θα γίνουν εκλογές. Τα κόμματα που ο Αρ.Πάγος έγκρινε να συμμετάσχουν δεν είναι κόμματα για βασιλόφρονες. Σκεφτόμουν να ψήφιζα το κόμμα του κ.Νατσιού αλλά διάβασα ότι είναι δεκανίκι της ΝΔ(αυτό υποστηρίζουν κάποιοι) κι αποθαρρύνθηκα. Δεν θέλω ούτε να απέχω ούτε να ρίξω άκυρο ή λευκό. Οι βασιλόφρονες τι κόμμα να ψηφίσουμε;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Στυλιανός Γονατάς πάντως άλλαξε στάση αργότερα και στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 συμμάχησε με το Λαϊκό Κόμμα, στα πλαίσια της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων (ΗΠΕ), διαφώνησε με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη στο πολιτειακό ζήτημα και αποχώρησε από το Κόμμα Φιλελευθέρων, ιδρύοντας το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων (εθνικός φιλελευθερισμός) και στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 τάχθηκε υπέρ της επιστροφής του βασιλέως Γεωργίου Β'.

    ΑπάντησηΔιαγραφή