Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΝΟΣ ΘΕΣΜΟΥ

Γράφει ο κ. Κώστας Μ. Σταματόπουλος, διδάκτωρ βυζαντινής ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.

Το πρόβλημα, τότε, ήταν εκείνο ενός κράτους, το οποίο πάλευε να συσταθεί, χωρίς να συγκεντρώνει καμμιά από τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και το οποίο, από το τέλος του 1823 και πέρα, βρισκόταν σε συνεχή εμφύλιο πόλεμο με μεταβαλλόμενες κάθε φορά τις πλευρές των εκάστοτε αντιπάλων. Το πρόβλημα επίσης ήταν ένας λαός που, από καταβολής του, που χάνεται στα βάθη του χρόνου, και με εξαίρεση την παρένθεση της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αιώνα, όπου ο νόμος του Νόμου κυριάρχησε για ένα διάστημα επί του νόμου του Αίματος, ήταν μαθημένος να δίδει το προβάδισμα, όχι σε αφηρημένες αξίες και άσαρκους θεσμούς, αλλά στην διαπροσωπική σχέση, στην σχέση προς έναν άνθρωπο: ο Έλληνας, παρ’ όλο που άλλα θα ισχυριζόταν αν ερωτάτο σχετικώς, προσποιούμενος τον Ευρωπαίο, έχει μυριάκις αποδείξει πως θέλει την εξουσία ένσαρκη, την θέλει με ανθρώπινο πρόσωπο, αισθήματα και πάθη, παραμένοντας ελεύθερος να την απορρίψει ή να την δεχθεί.  Το τελευταίο γίνεται συνήθως σε καφενειακό επίπεδο, σε επίπεδο επομένως φαντασιακής θηριομαχίας, καθ’ ότι άλλες ισχυρότατες και βαθύτατες ανατολικές ροπές τον μετατρέπουν ταυτόχρονα σε λαό υποταγμένο κι αδρανή, με ιδιαίτερη κλίση προς δημαγωγούς και λαϊκιστές ηγέτες.
Το μέχρι στιγμής συμπέρασμα είναι πως ο Έλληνας –τουλάχιστον του 1830, αλλά πιστεύω και κάθε άλλης εποχής– έκλινε και κλίνει προς ένα καθεστώς ισχυρής προσωπικής εξουσίας στα πλαίσια ενός κράτους χαλαρού, ενός κράτους δηλαδή κατά προσέγγιση, χωρίς παγιωμένες και επομένως βαθειές κοινωνικές διαφορές. Από την επομένη, όμως, της επικράτησης του όποιου ισχυρού ανδρός, το βέβαιο ήταν πως θα ξυπνούσε και ταχύτατα θα φούντωνε η εναντίον του αντίδραση εκ μέρους μιας αντίζηλης ομάδας συσπειρωμένης γύρω από άλλον επίδοξο ηγέτη  και με ζητούμενο την δόξα ίσως, τον λουφέ σίγουρα, ιδιοτελές ζητούμενο, καλυμμένο κάτω από ιδεολογικό προπέτασμα καπνού.
Αποτέλεσμα; Μία νέα βαθύτατη ρήξη, αν όχι ένας νέος εμφύλιος. Το εναλλακτικό σενάριο θα ήταν η στρατιωτική δικτατορία,  λόγω αφ’ ενός του εσαεί επιπολάζοντος φθόνου, ήτοι του κλασσικού ελληνικού «γιατί αυτός και όχι εγώ;», που καταλήγει στο να αποκλείσει από την εξουσία κάθε πολιτικό παράγοντα, και αφ’ ετέρου λόγω της ανέκαθεν (από την εποχή δηλαδή της κλεφτουριάς) στενής σχέσης του Νεοέλληνα με το στρατιωτικό στοιχείο, το οποίο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θεωρεί ότι είναι σάρκα από την σάρκα του.
Στην περίπτωση που η χώρα, στην οποία συνέβαιναν όλα αυτά, βρισκόταν σε κάποιο νησί στην μέση ενός απέραντου ωκεανού, το συνεχές αυτό αλληλοφάγωμα ή η αυταρχική, πλην πάντα ασταθής, «τελική» λύση δεν θα αφορούσε παρά την ίδια.  Αλλά σε μια χώρα όπως είναι η Ελλάς, περιτριγυρισμένη από εχθρούς και επί πλέον ευρισκόμενη σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου, μία μόνιμα επισφαλής κατάσταση ήταν και είναι κατάσταση διόλου ανεκτή· ούτε για την ίδια, καθ’ ότι γρήγορα θα έβαινε από εθνική σε εθνική καταστροφή σε πλήρη κατάλυση, καθώς θα άνοιγε την όρεξη ισχυρού γείτονα να της επιτεθεί, ούτε και για την παγκόσμια τάξη και τους τηρητές της, οι οποίοι δύσκολα θα υπέφεραν ένα καθεστώς παρατεταμένης αν όχι μόνιμης κρίσης σε ένα τόσο νευραλγικό σημείο του πλανήτη.
Στην περίπτωση δε της νεωτέρας Ελλάδος, ίσχυε και κάτι ακόμη: ότι, δηλαδή, τον τότε (1830) διεθνή περίγυρο διαμόρφωναν οι τρεις «Προστάτιδες»/ Εγγυήτριες Δυνάμεις, που έστω και από παρεξήγηση, όπως αργότερα μετανιωμένος θα έλεγε ο Ουέλλιγκτων -αναφερόμενος στην βύθιση του εγκλωβισμένου τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στον στενό κόλπο του Ναυαρίνου- της είχαν δώσει την ριζική λύση. Η λύση αυτή αφ’ ενός την είχε οδηγήσει στο να αποκτήσει κρατική υπόσταση, όπως επίσης την είχε άμεσα συνδέσει με την υπόλοιπη Ευρώπη και τα συμφέροντα των μεγάλων και αυτομάτως εμπλέξει στις μεταξύ τους αντιζηλίες. Ο συνδυασμός της αντικειμενικής του αδυναμίας με την πάγια μεγάλη σημασία της γεωπολιτικής του θέσεως, καθιστούσε το νέο αυτό κρατικό μόρφωμα εξ αρχής εξαρτώμενο, κάτι που ήδη γίνεται σαφές από τον δεύτερο χρόνο της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ήδη, λοιπόν, από τα 1822, κάποιοι από τους ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες της Επαναστάσεως καθώς και σημαντικοί Έλληνες της διασποράς, σε στιγμές απογνώσεως λόγω της εσωτερικής αβελτηρίας και του επερχόμενου με βεβαιότητα αλληλοσπαραγμού, είχαν αρχίσει να στρέφονται προς την λύση της κλήσεως μιας προσωπικότητας από το εξωτερικό, είτε ενός Έλληνος που στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Καποδίστρια, είτε ενός ξένου, που θα μπορούσε να είναι ο Ευγένιος de Beauharnais, άνθρωπος έντιμος, φιλελεύθερος και γενναίος,  που παρέμενε «άνεργος» μετά την πτώση του πατριού του Μ. Ναπολέοντος το 1814, στους συγγενείς της γυναίκας του στην Αυλή του Μονάχου. Την ίδια ώρα άλλοι πρότειναν τον Λουδοβίκο Φίλιππο της Ορλεάνης. Ο Ευγένιος όμως πέθανε πρόωρα το 1824, ο δε Λουδοβίκος Φίλιππος –που είναι αμφίβολο αν ποτέ ενημερώθηκε για τα σχέδια που έτρεφαν για λογαριασμό του οι ηγέτες του γαλλικού κόμματος κάτω στην μακρινή Ελλάδα– προωθήθηκε αναπάντεχα στον γαλλικό θρόνο μετά την επανάσταση του 1830.
Η λύση του Καποδίστρια, που με προσωπική πίεση του Κολοκοτρώνη επελέγη το 1827, ήταν και προσωρινή και  ανεπαρκής. Προσωρινή όχι μόνο λόγω της επίσημης φύσης του πολιτεύματος που προσδιορίσθηκε ως τέτοιο την ώρα που συνεχιζόταν η αναζήτηση βασιλέως με ισχυρότερο υποψήφιο τον Λεοπόλδο του Saxe-Koburg, μετέπειτα πρώτο βασιλέα των Βέλγων (αφού αποποιήθηκε τον ελληνικό Θρόνο, κάτι για το οποίο μετάνιωνε μια ζωή), αλλά κυρίως λόγω της αδυναμίας εξεύρεσης κάποιας έστω και κατά προσέγγιση συνέχειας ικανοποιητικού επιπέδου στον εξαιρετικό Καποδίστρια, όταν μοιραία θα ετίθετο το ζήτημα της διαδοχής του. Ανεπαρκής, διότι η παρουσία του απομόνωνε την Ελλάδα από την μοναρχική Ευρώπη της εποχής. Ανεπαρκής, διότι παρά την αναμφισβήτητη ποιότητά του ως ανθρώπου και τις μέχρι εξαντλήσεώς του προσπάθειες ως κυβερνήτη, δεν ήταν αρκούντως διαφορετικός, η υπεροχή του  δεν ήταν αρκετά αδιαμφισβήτητη, ώστε να διεκδικήσει χωρίς αντίλογο/αντίπαλο το ύπατο αξίωμα και να κρατηθεί σε αυτό επί μακρόν. Ανεπαρκής, τέλος, διότι για τους περισσότερους Έλληνες της εποχής, θρεμμένους με την βυζαντινή παράδοση, την νοσταλγία της αυτοκρατορίας τους και την προσδοκία της αναστάσεώς της, η έννοια της ανεξαρτησίας ήταν συνδεδεμένη με την ύπαρξη βασιλέως, διαδόχου, εκείνου που με το σπαθί στο χέρι είχε την αποφράδα Τρίτη 29η Μαΐου 1453 σκοτωθεί μαχόμενος στην πύλη του Αγίου Ρωμανού[1].
Το πολίτευμα της κοινής συνισταμένης των παραπάνω, σύμφωνα με τα πιο φιλελεύθερα μέτρα της εποχής, ήταν εκείνο της Συνταγματικής Μοναρχίας, με μονάρχη απαραιτήτως ξένο[2] και προερχόμενο από το εξωτερικό· η απόλυτη ετερότητά του ήταν προϋπόθεση αποδοχής και μακροημερεύσεως, καθ’ ότι άμβλυνε αν δεν καταργούσε τον φθόνο προς το πρόσωπό του, πόσο μάλλον που η ιδιότητά του, ενσαρκούμενη από τις παραδόσεις και τον μύθο του γένους και περιβεβλημένη από την ιεροπρέπεια που ανήκει στην φύση της, τον έκαμε οικείο και ακριβό στην ψυχή του λαού. Ο συνδυασμός του να είναι ο Αρχηγός του Κράτους έξω και πάνω από τον λαό και ταυτοχρόνως μέσα στην καρδιά του, ήταν η προϋπόθεση, χωρίς την οποία ολόκληρο το σύστημα κατέρρεε, συμπαρασύροντας στην πτώση την εθνική και κοινωνική συνοχή.
Το σχήμα αυτό συνέδεε, κατά το δυνατόν, το αίσθημα με την λογική, γεφυρώνοντας έτσι το ανατολικό με το δυτικό στοιχείο του Έλληνα.  Ο συνδυασμός του Αίματος με τον Νόμο, εξασφαλίζοντας συνέχεια και συνοχή, εύρισκε βαθειά ανταπόκριση σε έναν λαό με τόσο ισχυρό τον οικογενειακό θεσμό,αναπόσπαστο από την απαίτηση της δυνατότητας του κληρονομείν.   Αποτελούσε, τέλος, σταθερό και ισότιμο σύνδεσμο με την, πλην Γαλλίας, Ελβετίας (και Πορτογαλίας μετά το 1908) μοναρχική Ευρώπη της προ του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιόδου. Αρκεί να σκεφθούμε ότι η μία αδελφή του Γεωργίου του Α΄ της Ελλάδος ήταν βασίλισσα της Αγγλίας, η άλλη αυτοκράτειρα της Ρωσσίας, αφήνοντας κατά μέρος συγγένειες πρώτου ή δεύτερου βαθμού με τους βασιλικούς οίκους της Δανίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και του Αννοβέρου, καθώς και το γεγονός ότι τα άρρενα τέκνα του Γεωργίου ήσαν παντρεμένα με Γερμανίδα πριγκίπισσα ο Κωνσταντίνος, με Γαλλίδα ο Γεώργιος, με Ρωσσίδα ο Νικόλαος, με Αγγλίδα ο Ανδρέας, ένδειξη απτή της πάγιας στάσης του Γεωργίου, που καίτοι σταθερά αγγλόφιλος, ηρνείτο να συνδέσει την τύχη της χώρας του με την πολιτική και τα συμφέροντα μιας αποκλειστικώς Δυνάμεως. Μετά το 1918, σε έναν κόσμο πια πολύ διαφορετικό, ο σύνδεσμος της ελληνικής Δυναστείας παρέμεινε στενός μόνο με την Μ. Βρεταννία, ενώ αναπτύσσονταν νέοι δυναστικοί δεσμοί με τους βασιλικούς οίκους της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαυίας, οι οποίοι διήρκεσαν έως την κατάλυση, το 1945/47, των εκεί βασιλειών.
Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής:
1.Το ότι η βασιλεία είναι ο λιγώτερο ξένος από όλους τους εισαγώμενους πολιτειακούς μας θεσμούς.
2. Πως η βάση της ήταν εξ αρχής λαϊκή, καθώς αριστοκρατία στην Ελλάδα δεν υπήρχε που να περιβάλλει, όπως συνέβαινε στα πιο πολλά ευρωπαϊκά  κράτη, τις αρτισύστατες δυναστείες ξενικής προέλευσης και να διευκολύνει την προσαρμογή τους στην νέα τους χώρα. Όσο για την ερμαφρόδιτη και ετερόφωτη ελληνική αστική τάξη –κοινωνική κατηγορία στην νεώτερη Ελλάδα μεταγενέστερη εν πολλοίς της βασιλείας– κατά κανόνα στοιχήθηκε, με εξαίρεση την περίοδο του κομμουνιστικού φόβου, πίσω από ηγέτες οπαδούς της Αβασίλευτης.
3. Αποτελώντας την μέση λύση ανάμεσα στο μόνιμα σοβούν χάος και την απολυταρχία του λαϊκιστή ισχυρού/χαρισματικού ενός (και των φίλων/πελατών του), η μοναρχία/βασιλεία υπήρξε έννοια μάλλον κεντρώα και μετριοπαθής, και ως τέτοια, εγγύηση δημοκρατίας και σταθερότητας, σταθερότητας εσωτερικής και κατ’ επέκτασιν σταθερότητας ως προς τις διεθνείς σχέσεις και την διεθνή τοποθέτηση της χώρας.
4. Ο βασιλεύς, και κατ’ επέκτασιν η οικογένειά του, υπήρξε το επιστέγασμα όχι μόνον της Πολιτείας –κάτι που είναι και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας– αλλά και της Κοινωνίας, η οποία στην περίπτωση του αβασίλευτου κοινοβουλευτικού καθεστώτος μένει τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη ακέφαλη. Το γεγονός ότι η Πολιτεία και η Κοινωνία συγκλίνουν σε ένα πρόσωπο και σε μία οικογένεια που συγκεντρώνει τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις ποιότητας και διάρκειας, συμβάλλει ώστε το κράτος να αποβάλλει είτε την απρόσωπη και αδιάφορη είτε την αποκρουστικά κυνική του μορφή βίας, που είναι η μόνη που σήμερα γεύεται ο Ελληνικός λαός. Καθώς στην περίπτωση μιας ενεργούς, κοινωνικά όχι διακοσμητικής απλά βασιλείας ο πολίτης έχει την ελπίδα, την προσδοκία και την εντύπωση, ότι κάποιος ερχόμενος από την αντίπερα όχθη της εξουσίας (όντας ταυτόχρονα στην συνείδησή του και κάτι διάφορο και ανώτερο από αυτήν), σκύβει με ανιδιοτέλεια και κατανόηση στο πρόβλημά του, και, αν δεν του δίνει λύση, τουλάχιστον μεσολαβεί με παρρησία προς το Κράτος υπέρ αυτής.
Η κοινωνική αυτή προσφορά της βασιλείας έπαιρνε την όψη άλλοτε μιας ουσιαστικής και όχι επικοινωνιακής παρουσίας των μελών της βασιλικής οικογενείας σε πληγέντα από τον πόλεμο ή από θεομηνίες μέρη, όσο απομεμακρυσμένα και απρόσιτα και αν ήσαν αυτά, άλλοτε την πρωτοβουλία πραγματοποιήσεως έργων ευποιΐας (από την δημιουργία πάρκων έως την ίδρυση νοσοκομείων), άλλοτε της ενεργητικής – όχι απλά ψιλώ ονόματι– πατρωνίας επί ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών θεσμών και άλλοτε την ανάληψη γενναίων προσωπικών πρωτοβουλιών για την ανακούφιση πότε της μιάς πότε της άλλης κοινωνικής κατηγορίας, σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης και σε τομείς που οι κρατικές υπηρεσίας ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες, αδρανείς ή ανεπαρκείς· δια της εμψυχώσεως και του προσωπικού παραδείγματος,  η βασιλεία ενθάρρυνε τον κοινωφελή εθελοντισμό ξεκινώντας τον από την κορυφή της κοινωνίας. Κι εδώ, στην πάλη δηλαδή μεταξύ προσώπου και θεσμού, νικά και πάλι, σχεδόν αβίαστα, το πρόσωπο.  Και γι’ αυτό συγκινεί και παραδειγματίζει. Δια της νίκης του όμως αυτής, στην περίπτωση της βασιλείας, ο θεσμός ενισχύεται και σταθεροποιείται, τονώνοντας την εθνική και κοινωνική συνοχή όχι στιγμιαία, αλλά στην μακρύτερη διάρκεια.
Η άλλη όψη του ιδίου πράγματος είναι η τόνωση των ηθικών αξιών και η μείωση τoυ βάρους του ωμού χρήματος στην κοινωνική πυραμίδα, που αποτελεί τον μόνιμα ελλοχεύοντα κίνδυνο σε μια κοινωνία με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και υποτονική κοινωνική διαστρωμάτωση. Η ύπαρξη άλλωστε επί δεκαετίες σταθερής και αδιαμφισβήτητης αρχής, συνοδευμένη από την παραπάνω νοοτροπία, οδήγησε στην διάρκεια της 50ετίας του Γεωργίου Α΄ σε μια υγιέστερη διαστρωμάτωση της κοινωνίας και στην δημιουργία ενός είδους εγχώριας ιθύνουσας τάξεως στο περιβάλλον των Ανακτόρων, που δεν διακρινόταν επί χρήμασι, αλλ’ επί κοινωνική προσφορά. Η ανωτέρω κατάσταση διατηρήθηκε και αργότερα, παρά τον κλονισμό του Εθνικού Διχασμού. Ατυχώς, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, τα Ανάκτορα βαθμηδόν απομακρύνθηκαν από αυτήν· το γιατί θα το δούμε πιο πέρα.
5. Πως στην παλαιά, μέχρι το 1918, Ευρώπη, το πρόσωπο του βασιλέως αποτελούσε τον ιδανικό και αναντικατάστατο σύνδεσμο της Ελλάδος με τις κορυφές της ευρωπαϊκής ηγεσίας, κατέχοντας στον κύκλο αυτό βάρος δυσανάλογα σημαντικό σε σχέση με την πραγματική ισχύ της χώρας.
* * *
Επί τριάντα σχεδόν χρόνια, ο Όθων βάδιζε επί ενός πεδίου δύσβατου, γεμάτου εμπόδια και κινδύνους απρόβλεπτους, εν μέρει δε ναρκοθετημένου από τους Βρεταννούς – ενίοτε και από τους Ρώσσους – και εν μέρει από τους Έλληνες πολιτικούς, οι επιφανέστεροι από τους οποίους συνωστίζονταν στους προθαλάμους των ξένων πρεσβευτών για να αγρεύσουν οδηγίες και προσωπικές ευεργεσίες εις ανταπόδοσιν υπηρεσιών. Παρά ταύτα, αρκεί κανείς να δει τι ήταν η Αθήνα το 1834, όταν έγινε πρωτεύουσα, και τι το 1862, όταν εξώσθηκε  ο Όθων, για να αποκτήσει χειροπιαστά επίγνωση της προσφοράς στην Ελλάδα της βαυαρικής δυναστείας.
Η έλευση του Γεωργίου ένα έτος αργότερα (18/30 Οκτωβρίου 1863) οφείλει να συνδεθεί με την θέσπιση του Συντάγματος του 1864 – για την περάτωση του οποίου τόσον επίεσε ο ίδιος ο βασιλεύς, καίτοι δεν ήταν ούτε 19 ετών- και την υιοθέτηση του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο πηγή στο εξής της εξουσίας είναι ο λαός. Η ενίσχυση αυτή του αιρετού παράγοντα και ο συνακόλουθος περιορισμός του κληρονομικού, κινδυνεύοντας να ανατρέψει ισορροπίες καίριες για την επιβίωση του Κράτους, ώθησε τους νομοθέτες – χωρίς βασιλική παρέμβαση – να εισαγάγουν σ’ αυτό την αρχή των βασιλικών προνομιών. Η πιο σημαντική από τις οποίες, δίδουσα στον βασιλέα το δικαίωμα αποπομπής της Κυβερνήσεως και διαλύσεως της Βουλής, ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η διττή αυτή φύση του πολιτεύματος, που έκαμε την ελληνικού τύπου Βασιλευόμενη Δημοκρατία να κλίνει κάπως προς την πλευρά της Συνταγματικής Μοναρχίας, επιβάλλοντας στον βασιλέα τον ρόλο του ρυθμιστή του πολιτεύματος, του διαιτητή των πολιτικών παρατάξεων, κομμάτων και φατριών, απαιτούσε και προϋπέθετε την συγκέντρωση στο πρόσωπό του αρετών δυσεύρετων και σπανίων προσόντων σύνεσης, διακρίσεως και πολιτικότητας. Πότε όφειλε να ενεργήσει ως μονάρχης και πότε ως ο απαθής, ανεύθυνος ανώτατος αξιωματούχος του κράτους; Πόσο μάλλον που σύσσωμη συνήθως η αντιπολίτευση, τον καλούσε να δράσει και να ρίξει την κυβέρνηση, έτοιμη να τον κατηγορήσει ως παραβιάζοντα το Σύνταγμα στην περίπτωση που θα επαναλάμβανε τα ίδια όταν εκείνη θα ευρίσκετο στην αρχή.  Τούτο, για να αντιληφθούμε πως μια διάλυση της Βουλής δεν ήταν εύκολη απόφαση, πόσο μάλλον που ο νικητής των εκλογών, εκλογών που μοιραία και εκ του Συντάγματος θα ακολουθούσαν, καθ’ ότι τον τελευταίο λόγο είχε εν κατακλείδι πάντοτε ο λαός, μπορούσε κάλλιστα να είναι ο απομακρυνθείς πρωθυπουργός, ηρωοποιηθείς εξ αιτίας ακριβώς της εις βάρος της πρωθυπουργίας του βασιλικής ενεργείας.
Στο σημείο αυτό, ας προσθέσομε ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες:
α. Πως την συνύπαρξη αυτή των δύο αντιφατικών στοιχείων και τάσεων εντός του πολιτεύματος, την έκρινε χρήσιμη για τον τόπο και ως εκ τούτου την διατήρησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας ίσως την αξία για την χώρα του ρόλου του υπερκομματικού και διαχρονικώτερου Ενός (από ότι είναι ένας πρωθυπουργός) την στιγμή της ύπατης κρίσης,  και ασφαλώς ενθυμούμενου τον καίριο ρόλο του Γεωργίου Α΄ στην πρόσφατη προσωπική του ανάρρηση στην εξουσία. Διατηρήθηκε, επομένως, ακέραιη, στο Σύνταγμα του 1911, όπως επίσης παρέμεινε στο Σύνταγμα του 1952, μη δημιουργώντας ζήτημα παρά στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στην σχεδιαζόμενη συνταγματική αναθεώρηση του Κ. Καραμανλή Α΄, που όμως έμεινε στα χαρτιά[3].
β. Πως είτε ο κυρίαρχος λαός δικαίωσε εκλογικά ή με έτερο τρόπο τις μείζονες παρεμβάσεις του Στέμματος (πλην εκείνης του 1965), είτε τις δικαίωσε η Ιστορία.
γ. Πως, χάρις στην συνταγματική δυνατότητα αυτών των παρεμβάσεων, προωθήθηκε στην εξουσία ο Βενιζέλος το 1910, και εκτινάχθηκε σε αυτήν ο Καραμανλής το 1955, προήλθαν δηλαδή οι δύο μείζονες ανανεώσεις της πολιτικής ζωής του τόπου τον 20ό αιώνα έως την Μεταπολίτευση. Χάρις σε αυτήν, επίσης, κατόπιν όμως συνεννοήσεων, στα όρια δε του πολιτεύματος, έγινε η μετάβαση της εξουσίας από την Δεξιά στην Ένωση Κέντρου το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1963/64.
δ. Πως πολλές από τις παρεμβάσεις αυτές, ιδωμένες από την πλευρά του βασιλέως και χωρίς φυσικά να είναι αλάνθαστες, είχαν μια διάσταση έντονα πατριωτική, και χαρακτηρίζονται από ένα πνεύμα συνειδητής εκ μέρους του αυτοθυσίας. Σε πλήρη αντίθεση με αυτές, η τελευταία, εκείνη του 1965, υπήρξε προϊόν ανασφάλειας και φόβου. Εκτυλίχθηκε σε δύο φάσεις: η πρώτη, εκείνη της παραίτησης του Γ. Παπανδρέου, καθώς και της βεβιασμένης ορκωμοσίας του Γ. Νόβα, ήταν απίστευτα άστοχη πολιτικά, η δεύτερη όμως –μοιραίο επακόλουθο της αστοχίας της πρώτης– εκείνη της Αποστασίας, ήταν ηθικά απαράδεκτη, σε τέτοιο δε σημείο, ώστε να εκπέσει δια μιας το Στέμμα στην κοινή συνείδηση και να αδειάσει από το ηθικό του περιεχόμενο, που μέχρι τότε αποτελούσε στα μάτια πολλών μια βασική ειδοποιό διαφορά έναντι του πολιτικού κόσμου. Είναι η περίπτωση για την οποία ταιριάζει η ρήση: ότι οι τότε χειρισμοί των Ανακτόρων υπήρξαν χειρότεροι από έγκλημα· υπήρξαν ΛΑΘΟΣ. Το λάθος αυτό το πλήρωσε βέβαια το ίδιο το Στέμμα, όπως και ο τότε κάτοχός του, σκληρά (που τον επόμενο χρόνο, προσπάθησε γενναία, αλλ’ εις μάτην, να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, κυρίως γιατί την προσπάθειά του επαναφοράς του σκάφους σε ομαλή πορεία τορπίλλισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, με αποτέλεσμα δρομαίως να οδηγηθούμε στην Χούντα) αλλά κυρίως το πλήρωσε και εξακολουθεί να το πληρώνει η Ελλάδα, τόσο με το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου όσο και με την Μεταπολίτευση.
* * *
Το ότι το 1862/63 η Ελλάδα, στην οποία ήδη εμαίνετο ο εμφύλιος πόλεμος, είχε κατεπείγουσα ανάγκη βασιλέως, κι ότι ο βασιλεύς αυτός επί μήνες δεν ευρίσκετο, συν το ότι, όταν τυχαίως ευρέθη από τον Πάλμερστον ο Γεώργιος, ο βασιλεύς της Δανίας Φρειδερίκος ο Ζ΄ και οι γονείς του Δανού πρίγκιπα  δεν απεδέχθησαν την αγγλική πρόταση παρά μόνον αφού εξασφάλισαν από την δολία Αλβιώνα (που δεν ετήρησε τις υποσχέσεις της) την προστασία της χώρας τους έναντι της επιθετικής Πρωσσίας του Μπίσμαρκ, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Το να κληθεί κανείς για να βασιλεύσει (ή για να κυβερνήσει) στην Ελλάδα, ήταν εγχείρημα τιμητικό μεν λόγω του ενδόξου απωτάτου ελληνικού παρελθόντος, πλην άκρως ριψοκίνδυνο, στα όρια του μαζοχισμού, και με σχεδόν βεβαία στο τέλος την αποτυχία. Η τραγική μοίρα τόσο του Καποδίστρια όσο και του Όθωνα δείχνει από μόνη της του λόγου το αληθές και ήταν ικανή, το 1862/63, να αποθαρρύνει εκ προοιμίου τον κάθε υποψήφιο και μνηστήρα της εξουσίας.
Στην διάρκεια του ενός αιώνα του ιστορικού βίου της Δυναστείας του Γεωργίου Α΄, διακρίνομε τρεις περιόδους:

α. την περίοδο της ανόρθωσης
(1863-1913/1915)
Στα όσα ήδη είπαμε, ας προσθέσομε τα εξής δύο στοιχεία: πρώτον, τον εντυπωσιακό εξελληνισμό της Δυναστείας στην δεύτερη γενιά –απόδειξη της οποίας είναι τα προσωπικά κείμενα, όλα γραμμένα σε στρωτά ελληνικά, των βασιλοπαίδων Γεωργίου, Νικολάου (που υπήρξε αξιοπρόσεκτος λογοτέχνης, καθώς και ζωγράφος) και Ανδρέα– εξ ού και η έκπληξη και ο αποτροπιασμός με τον οποίον δέχθηκαν, το 1909, την απαίτηση της αποπομπής τους από το στράτευμα εκ μέρους των μέχρι τότε συναδέλφων τους. Η αθόρυβη επαναφορά τους στον στρατό από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και η έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, επούλωσαν προσωρινά το τραύμα που προκάλεσε στην ψυχή των μελών της Δυναστείας το πραξικόπημα του 1909, τραύμα το οποίο θα ανοίξει και πάλι, από τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 1915 και πέρα, ο Εθνικός Διχασμός.
Το δεύτερο στοιχείο είναι εκείνο της μοναρχικότητας, την οποία ενσταλάζει στα παιδιά της η ρωσσίδα βασίλισσα Όλγα. Αυτή η άποψη περί βασιλείας δημιούργησε παράδοση και αποκλίνει από την φιλελεύθερη τακτική και νοοτροπία του Γεωργίου Α΄,  που οφειλόταν εν μέρει στον ρεαλισμό του πολιτικώτατου αυτού βασιλέως και εν μέρει στην δανική βασιλική παράδοση.

β. την περίοδο του Εθνικού Διχασμού
Χωρίς να υπεισέλθομε στον καταμερισμό των ευθυνών για το μείζον αυτό γεγονός της πολιτικής μας (και όχι μόνον) ιστορίας, ας αρκεσθούμε στην παρατήρηση ότι μία από τις κύριες συνέπειές του (συνέπεια που ενισχύεται μετά την Μικρασιατική Καταστροφή) είναι το κενό ουσιαστικής νομιμότητας, το οποίο επί μία πεντηκονταετία θα ταλανίσει τον τόπο και το οποίο χαρακτηρίζει τόσο την βασιλική όσο και την αντιβασιλική διάσταση του πολιτεύματος. Το αποτέλεσμα είναι η μετά το 1922 κι έως το 1974 (από την μία δηλαδή έως την άλλη εθνική καταστροφή) κατακόρυφη αύξηση στην πολιτική ζωή της χώρας της σημασίας του στρατού, και η έκπτωση του βασιλέως από την θέση του συμβόλου ενότητας, συνοχής και συνέχειας, σ’ εκείνην του αρχηγού ενός μόνον μέρους των Ελλήνων, που ανάλογα με τις εποχές κυμαινόταν ανάμεσα σε ένα 35% (= η Δεξιά) και στο περίπου διπλάσιο.

γ. την περίοδο της ανασφαλούς βασιλείας
(1935-1967)
Λόγω του κινήματος του 1909, και κυρίως λόγω της οξύτητας του Διχασμού και των εθνικών και οικογενειακών περιπετειών που αυτός προκάλεσε, τα μέλη της τρίτης γενιάς της Δυναστείας αισθάνονταν την χώρα λιγώτερο οικεία απ’ ότι οι πατέρες τους. Η εξορία, μετά το 1922/1923, αύξησε την αποξένωση, πόσο μάλλον που η δυνατότητα της παλιννόστησης φάνταζε, μέχρι τουλάχιστον το 1933/34, μάλλον απίθανη. Το αποτέλεσμα ήταν πως στην Παλινόρθωση (1935), βασιλεύς και λαός σε μεγάλο βαθμό αγνοούσαν ο ένας τον άλλον, τόσο λόγω της δωδεκαετούς αναγκαστικής παραμονής του Γεωργίου Β΄ στο εξωτερικό, όσο και της τεράστιας αλλαγής που είχε επιφέρει στην ελληνική κοινωνία η μαζική άφιξη 1.350.000 προσφύγων, πολλοί από τους οποίους επί πλέον κατηγορούσαν τον βασιλέα Κωνσταντίνο, πατέρα του Γεωργίου, ως υπεύθυνο για τον ξεριζωμό τους.
Με γενναιότητα –έχοντας για ένα ακόμη έτος κρατήσει την οικογένειά του πλην του διαδόχου Παύλου στο εξωτερικό– επιχείρησε ο Γεώργιος Β΄ να συμφιλιώσει τους δύο κόσμους, τον βενιζελικό με τον αντιβενιζελικό (το φανατικώτερο μέρος του οποίου τον έβλεπε, από την εποχή της εκτελέσεως των Εξ, σαν προδότη, επειδή είχε τότε επιχειρήσει να συνεργασθεί με τον Βενιζέλο). Οι προσπάθειές του, που είχαν προκαλέσει τον θαυμασμό του γηραιού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Γαλλία, απέτυχαν, εν μέρει λόγω των αλλεπαλλήλων θανάτων μετριοπαθών πολιτικών –όπως μετριοπαθές ήταν επίσης τότε το ελληνικό εκλογικό σώμα–  που θα εστήριζαν την πολιτική του βασιλέως, εν μέρει δε λόγω της ανικανότητας για μία ακόμη φορά του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Η επιλογή της δικτατορίας εκ μέρους ενός ανθρώπου του οποίου το πολιτικό ιδεώδες ήταν το φιλελεύθερο βρεταννικό, αλλά που από την άλλη έβλεπε τον διεθνή ορίζοντα να σκοτεινιάζει και έναν νέο γενικό πόλεμο να είναι λίαν πιθανός την ώρα που η χώρα ήταν άοπλη και διαλυμένη, είναι ακριβώς αυτό που προηγουμένως ονόμασα θυσιαστική επιτέλεση του καθήκοντος, στάση κατ’ εμέ εξόχως βασιλική. Διότι η επιβολή της δικτατορίας όχι μόνον ακύρωνε την μέχρι τότε καταβληθείσα ειλικρινή και επίπονη προσπάθεια γεφύρωσης των δύο κόσμων,  αλλά και διεύρυνε την απόσταση ανάμεσα σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και το Στέμμα, απόσταση που μερικώς μόνον καλύφθηκε, και τούτο προσωρινά, λόγω των επιτυχιών του ελληνικού στρατού στο βορειοηπειρωτικό και το αλβανικό μέτωπο.  Απόλυτη τέλος υπήρξε η ρήξη με τον (σε μεγάλο μέρος του ένοχο) πολιτικό κόσμο, στο σημείο που όταν ο Γεώργιος, μετά την αυτοκτονία του Κορυζή κι ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν τις Θερμοπύλες, αναζητούσε εναγωνίως πρωθυπουργό για να τον πάρει μαζί του στην Κρήτη και όπου αργότερα θα τον έριχνε η δίνη του πολέμου, να μην βρίσκει κανέναν που να προθυμοποιηθεί να τον ακολουθήσει[4].
Εν συνεχεία, η απουσία της βασιλικής οικογένειας στην διάρκεια της Κατοχής (εκτός από τις πριγκίπισσες Νικολάου και Ανδρέα, θείες του Γεωργίου, που παρέμειναν στην Αθήνα) αποξένωσαν πλήρως τον δεινώς πληττόμενο Έλληνα από την Δυναστεία· το ότι ο Γεώργιος Β΄ είχε σχεδόν απομείνει βασιλεύς χωρίς βασίλειο και χωρίς υπηκόους, κι ότι τον Δεκέμβριο του 1944 θα τον εγκατέλειπαν και οι υποστηρικτές του οι Βρεταννοί, ενέτεινε μέσα του την νευρικότητα για το αβέβαιο μέλλον.
Μετά την επιστροφή της βασιλικής οικογένειας το 1946, το αίσθημα αυτό δεν την εγκατέλειψε, παρά την διπλή νίκη που η βασιλεία κατήγαγε στις εκλογές και στο δημοψήφισμα. Η ανασφάλεια που την διακατείχε ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορέσει να εκμεταλλευθεί την έκταση των ευκαιριών που προσέφερε στο Στέμμα, σταδιακά από το τέλος του 1943 και πέρα, οπωσδήποτε δε μετά τα Δεκεμβριανά, η κομμουνιστική απειλή, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αποδοχή του και από ένα μεγάλο μέρος του βενιζελικού αστικού κόσμου. Τούτο επί πλέον συνέβαινε την ώρα που η συνεχής παρουσία του βασιλικού ζεύγους στις πιο εκτεθειμένες και πιο κατεστραμμένες περιοχές και το τεράστιο κοινωνικό και πατριωτικό έργο, αλλά και η προσωπικότητα της βασίλισσας Φρειδερίκης, ξύπναγαν παλιές μνήμες, ανανέωναν πίστεις ή δημιουργούσαν καινούργιους δεσμούς αφοσίωσης. Η εις πείσμα όλων αυτών εμμένουσα ανασφάλεια ώθησε την βασιλεία στα εξής:
1. Στην υπερβολική πρόσδεση με τον εξωτερικό παράγοντα: την Μ. Βρεταννία έως το 1947 και τις ΗΠΑ εν συνεχεία –χάρις στην βοήθεια των οποίων κερδήθηκε ο Εμφύλιος– πρόσδεση, ας τονισθεί όχι μεγαλύτερη από εκείνη της μη σοβιετόφιλης μερίδας του πολιτικού κόσμου. Η προσδοκία υποστήριξης εκ μέρους των ΗΠΑ σε στιγμή κρίσης αποτέλεσε ψευδαίσθηση, καθ’ότι όταν επέστη το 1967 η στιγμή, οι ΗΠΑ προτίμησαν την Χούντα.
2. Στην εμμονή στον πάση θυσία έλεγχο του στρατεύματος, που και αυτό εν μέρει αποδείχθηκε ψευδαίσθηση την νύχτα και το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967.
3. Στην άβολη επαφή της με τον κορμό της αστικής ελληνικής κοινωνίας και στην παραμέληση εκ μέρους της της μεσαίας τάξεως, κεντρώας επί το πλείστον πολιτικής αποκλίσεως. Η βασιλεία αρκέσθηκε στο να έχει με το μέρος της σχεδόν ολόκληρο το μη ανήκον στην Αριστερά τμήμα του λαού, το μέγα δηλαδή μέρος των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος/ Συναγερμού/ΕΡΕ, κάτι που το επιβεβαίωνε σε κάθε αποθεωτική περιοδεία της στην επαρχία. Κοινωνικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950, απομακρυνόμενη από την παράδοσή της, καθώς η ευημερία επέστρεφε σιγά-σιγά στον τόπο, η δυναστεία άρχισε να συναναστρέφεται τους κύκλους του χρήματος, μεγαλοβιομηχάνους και εφοπλιστές.
Οι εκλογές του 1958 –των οποίων το αποτέλεσμα δεν ερμηνεύθηκε σωστά– αποτελούν έναν δυσάρεστο αιφνιδιασμό τόσο για το εγχώριο σύστημα όσο και για τους Αμερικανούς. Επαναφέρουν την αβεβαιότητα και προκαλούν φοβικές αντιδράσεις, που συνοψίζονται, σε ό,τι αφορά το Στέμμα (διότι οι ΗΠΑ, ή ορθότερα η CIA, ακολουθεί την δική της υπόγεια διαδρομή που θα αποδειχθεί μη φιλική προς την βασιλεία), με την εκ νέου –μετά από σχεδόν εννέα χρόνια σχετική αποχή (1952-1961)– έντονη ανάμιξή του στην πολιτική ζωή, αρχής γενομένης από την σύνθεση της υπηρεσιακής Κυβερνήσεως των εκλογών του 1961.
Το αποτέλεσμα της καθόδου του Στέμματος στην πολιτική αρένα ήταν να υποστεί και να ενδώσει στον εκβιασμό του «Ανενδότου», να προβεί με το Κέντρο στις γνωστές διαπραγματεύσεις που αποσκοπούσαν στην διατήρηση του ελέγχου του στρατού και που επίσπευσαν την άνοδο του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία, και, τέλος, μετά από ένα βραχύ διάλειμμα, που και πάλι έδωσε την εντύπωση μιας ουσιαστικής πολιτικής εξομάλυνσης αλλά και επανασύνδεσης των δύο «Ελλάδων» (είναι η περίοδος του πάνδημου πένθους και συμμετοχής στην κηδεία του Παύλου, της πάνδημης επίσης γιορτής του γάμου του Κωνσταντίνου Β΄, της κοινής παλλαϊκής υποδοχής Κωνσταντίνου – Γεωργίου Παπανδρέου στην Θεσσαλονίκη κτλ), να προκαλέσει τα μοιραία, όπως ήδη σημειώθηκε, «Ιουλιανά» του 1965.
Για λόγους δικαιοσύνης, αξίζει τέλος να ειπωθεί πως, παρά την παρατεταμένη ανασφάλεια και σε αντίθεση με την πάγια συνήθεια του ελληνικού αστικού κόσμου (στον οποίο υπάγεται και μέρος του πολιτικού), η βασιλική οικογένεια δεν έβγαλε ποτέ χρήματα στο εξωτερικό, ούτε την περίοδο 1920-1922, ούτε μεταπολεμικώς.
* * *
Συμπεράσματα: Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την κατάργηση του βασιλικού πολιτεύματος και σαράντα έξη αφ’ ότου ο τελευταίος εν ενεργεία Έλλην βασιλεύς εγκατέλειψε την χώρα, είμαστε πλέον σε θέση να κάνομε έναν απολογισμό της παρουσίας της βασιλείας ως ιστορικού φαινομένου. Ας σημειώσουμε συνοπτικά τα εξής:
– Στο επίπεδο των προθέσεων, τα μέλη της προσπάθησαν να υπηρετήσουν με αφοσίωση, ενίοτε και με αυταπάρνηση την χώρα και τον ελληνικό λαό.
– Τελικώς η βασιλεία απέτυχε πολιτικά, όχι όμως περισσότερο από τους προκατόχους της, καθώς και από τους αντιπάλους και διαδόχους της.
– Στην αποτυχία της αυτή οδηγήθηκε εν μέρει από συνταγματικές αντιφάσεις εξισορροπητικού χαρακτήρα, που αποτελούσαν πειρασμό για πολλούς και για πολλά, και που κυρίως απαιτούσαν να έχει ο ρυθμιστής του πολιτεύματος σημαντικά πολιτικά και πνευματικά προσόντα, πράγμα όχι δεδομένο.
–  Η αποτυχία της αυτή την εμπόδισε ώστε να δώσει την πλήρη της έκταση στην εκπλήρωση της κοινωνικής της αποστολής, καίτοι τα επιτεύγματα στον τομέα αυτόν ούτε κατά προσέγγισιν δεν πραγματοποιήθηκαν από τους αντιπάλους και διαδόχους της.
–  Ουδέποτε η πολιτεία της, ακόμη και άστοχη πολιτικά, συνοδεύτηκε από προσωπική ατιμία εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, όπως συνέβη με πολλούς από τους αντιπάλους και διαδόχους της.
–  Το μέτρο ανοχής της κοινωνίας είναι πολύ μικρότερο στην περίπτωση της Βασιλείας απ’ ότι στην περίπτωση της Προεδρικής ή Προεδρευομένης Δημοκρατίας, ίσως διότι οι ενδόμυχες απαιτήσεις του λαού από ένα τέτοιο πολίτευμα είναι, για ποικίλους λόγους, πιο πολλές.
– Τέλος, ισχύει για την βασιλεία ό,τι ίσχυσε για όλους τους κρατικούς μας θεσμούς. Της έλειψε ο χρόνος –εν μέρει κι από δικό της φταίξιμο– για μια αργή εκτύλιξη και ωρίμανση, με αποτέλεσμα η αποστολή της να έχει συχνά χαρακτήρα, λόγω εκτάκτων συνθηκών, κατεπείγοντα και εμβαλωματικό, χαρακτήρα συνεπώς ξένο προς την βαθύτερη φύση της.

[1] Στο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 1862 ετέθη στον Έλληνα το ζήτημα της επιλογής του πολιτεύματος. Η Αβασίλευτη Δημοκρατία έλαβε μόνον 93 ψήφους.
[2] Στο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 1862 ετέθη στον Έλληνα η επιλογή βασιλέως ελληνικής καταγωγής (επρόκειτο για τον πρίγκιπα Γρηγόριο Υψηλάντη).  Δεν έλαβε παρά μόνον 6 ψήφους.
 [3] Η σχεδιαζόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1962 είχε δύο κύριους στόχους: α. την μείωση των βασιλικών προνομιών και κατ’ επέκτασιν της πολιτικής και παρεμβατικής ισχύος του Στέμματος ( στην οποία εν τούτοις όφειλε την πρωθυπουργοποίησή του ο εμπνευστής της) και β. την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας επί το αυταρχικώτερο, αποβλέποντας στον εσαεί παραγκωνισμό της Αριστεράς. Το Παλάτι απέτρεψε τότε αυτή την εξέλιξη, ευνοώντας ταυτόχρονα, και δη σκανδαλωδώς και παρατύπως, την μετάβαση της εξουσίας από την Δεξιά στο Κέντρο, ανταποκρινόμενο έτσι στην τεράστια ανυπομονησία για αλλαγή στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Κι αυτή η πολιτική του επιβεβαιώθηκε στις εκλογές της 16/2/1964, στις οποίες η Ένωση Κέντρου απέσπασε το πρωτοφανές 52,2%.
 [4] Στην άρνηση συνεργασίας με τον Γεώργιο Β΄ μέτρησαν και άλλοι λόγοι, όπως η προτίμηση εκ μέρους ορισμένων μιας άμεσης συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς, προκειμένου να περιορισθούν οι καταστροφές αλλά και η συμπάθεια μερίδος του πολιτικού κόσμου – και μάλιστα του βενιζελογενούς (Πάγκαλος, Πλαστήρας κ.α.)– προς το καθεστώς της ναζιστικής Γερμανίας.

Πηγή: εφημερίδα "Νέα Πολιτική" τεύχους Φεβρουαρίου - Μαρτίου 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου