
Στις 11 Ιανουαρίου 1923 ήρθε η είδησις του θανάτου του Βασιλέως Κωνσταντίνου στο Παλέρμο της Ιταλίας. Ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε τότε να εκδηλώσει τη βαθειά του θλίψη και παρέμεινε βουβός.
«Είναι ψέματα! Ο Βασιλέας μας ζει και θα τον ξαναφέρουμε!»

Τον Κωνσταντίνο ως ήρωα, ως Στρατηλάτη Βασιλιά, με τις στρατιωτικές αρετές και την έξοχη στρατιωτική του μόρφωσι, τον ανεγνώρισε και τον εδόξασε όλος ο κόσμος. Κι όλοι οι Έλληνες τον ήξεραν καλύτερα από μένα. Ως άνθρωπο όμως και οικογενειάρχη λίγοι τον ήξεραν καλύτερα από μένα, που τον γνώρισα από πολύ κοντά κι από 25 χρονών νέο.
Είχα την τιμή, οσάκις μου έμενε καιρός, κατά το βραδάκι, να λαμβάνω μέρος στις στενές συντροφιές του Βασιλέως, που τον ευχαριστούσαν ιδιαιτέρως, κ΄έτσι παρακολουθούσα τις συζητήσεις του επάνω σε κρίσεις φιλολογικών και λογοτεχνικών έργων δικών μας και ξένων συγγραφέων με τόση λεπτομέρεια , ευθυκρισία, γνώσι βαθειά και θετική, ώστε απορούσα, που εύρισκε τον καιρό να καταπιάνεται με τέτοια θέματα , ύστερ΄ από τόσες μεγάλες και πολυτάραχες υποθέσεις που τον εβάρυναν.

– Δεν ξέρεις πόση χαρά αισθάνομαι να βλέπω τα παλληκάρια, που προσέφεραν άλλα τα πόδια κι άλλα τα χέρια τους στην πατρίδα, να μπορούν τώρα να τ΄αντικαθιστούν τέλεια με τα ψεύτικα, αλλά θαυματουργά αυτά επινοήματα της επιστήμης και της τέχνης!
Μια άλλη πάλι φορά, που βρισκόμουν στο ηλεκτροθεραπευτήριο του μακαρίτη Βασιλείδη, στην οδό Μασσαλίας, ο Βασιλεύς έστειλε έναν άρρωστο τσολιά συμπολεμιστή του, για να τον ακτινοσκοπήσει ο Βασιλείδης «μη τυχόν και κρυβόταν κανένα κακό στους πνευμονές του». Τη σιτγμή που ο άρρωστος με το γιατρό μπήκαν στο σκοτεινό θάλαμο, έφθασε κι ο Βασιλεύς, που, όταν με είδε, μου είπε :
– Πάμε μαζί μέσα, όπου ο γιατρός εξετάζει το στρατιώτη μου, αν επιτρέπεται βέβαια. Θέλω ν΄αντιληφθώ πως γίνεται η ακτινοσκόπησις.
Ο Βασιλείδης εξηγούσε στον Βασιλέα με κάθε λεπτομέρεια τη λειτουργία των μηχανημάτων της ακτινοσκοπήσεως και συγχρόνως του έδειχνε τους πνεύμονας του αρρώστου, όπου δε φαινόταν καμιά ύποπτη σκιά. Του έκανε, δηλαδή, σωστό μάθημα κι ο Βασιλεύς τον άκουγε προσεκτικά σαν μαθητής. Τον ευχαρίστησε και στράφηκε χαρούμενος στον τσολιά του και του είπε :
– Άντε ρε, δεν έχεις τίποτε, είσαι καλά! Σε ήξερα για παλληκάρι, μα τώρα μου τα χάλασες, που φοβήθηκες πως είσαι άρρωστος! Πήγαινε και θα διατάξω να μείνεις στο Τατόι και να σου δώσουν να τρως καλά, γιατί σε χρειάζεται ακόμα η πατρίδα!

Αυτές οι λεπτές εκδηλώσεις της φιλαλληλίας του Κωσταντίνου, και πολλές άλλες με τις οποίες θα μπορούσα να γεμίσω ολόκληρες σελίδες, δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Στο στενό φιλικό κύκλο του Βασιλέως Κωνσταντίνου βρισκόταν κανείς σε μια εγκάρδια ατμόσφαιρα. Εδέχετο με απλότητα και φιλικώτατα, χαριτολογώντας με τον καθένα. Εκεί δεν έβλεπε κανείς τον Στρατηλάτη Βασιλιά, τον αυστηρό στρατιώτη, αλλά έναν ευγενικό και μειλίχιο κύριο, που με το γλυκό του χαμόγελο έδινε θάρρος στους συνομιλητάς του, ώστε να συζητούν μαζί του ελεύθερα, σαν φίλοι. Για όποιον αντετίθετο στη γνώμη του δεν κρατούσε αντιπάθεια. Τον θεωρούσε σαν τον ευατό Του, ειλικρινή κ΄ευσυνείδητο. Και τη γνώμη του την εσέβετο, κι ας ήταν αντίθετη στη δική του.

– Θα μου επιτρέψεις, φίλε μου, να σου πω ότι είναι μιά ανοησία. Ο Βενιζέλος, πρέπει να αναγνωρίσωμεν ὀτι είναι μιά εξαιρετική πολιτική προσωπικότης και θερμός πατριώτης. Και είναι αστείο να λέγεται ότι με φθονεί. Και ποιός άλλος παρακαλώ, πολιτικός απήλαυσε ποτέ την λατρεία που απολαύει ο Βενιζέλος από τον ελληνικό λαό; Είναι πολύ άδικο να φαντάζεται κανείς πως ο Βενιζέλος ό,τι κάνει το κάνει από προσωπικὀ μἰσος εναντίον μου. Αν υποστηρίζει με πείσμα την πολιτική του, την υποστηρίζει ευσυνείδητα. Πιστεύει ότι αυτό είναι το συμφέρον της χώρας μας. Πρέπει, άλλωστε, να γνωρίζετε όλοι σας ότι δεν υπάρχει καμιά διαφωνία μεταξύ μας στο ζήτημα αν πρέπει ή όχι να εξέλθωμε από την ουδετερότητα. Είμεθα σύμφωνοι ότι πρέπει να εξέλθωμε στον πόλεμο και στο πλευρό των Συμμάχων. Εκεί που διαφωνούμε είναι, με ποιούς όρους πρέπει να εξέλθωμεν.

Τα λόγια αυτά του Βασιλέως, τα οποία αντέγραψα από τις σημειώσεις μου, έκαμαν εξειρετικήν αίσθησι σε όλους. Όλοι τον κοίταζαν με θαυμασμό, για την ειλικρίνεια και την ανεξικακία του προς τον άνθρωπο που είχε ξεσπαθώσει εναντίον του και ζητούσε την εκθρόνισί του με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο.
Ο Κωνσταντίνος ήταν πάντα προσηλωμένος στο καθήκον. Και σ’αυτήν ακόμα τη σοβαρή ασθένειά του, που οι γιατροί του συνιστούσαν απόλυτη ανάπαυσι, εξακολουθούσε να συνεργάζεται για πολλές ώρες την ημέρα με τον Πρωθυπουργό του. Και θυμάμαι τον συνάδελφό μου (ιατρό) Αναστασόπουλο που μου έλεγε:
– Μ΄αυτές τις μακρυές συσκέψεις του Βασιλέως με τον Γούναρη, φοβάμαι ότι η υγεία του θα χειροτερεύσει πολύ. Η καρδιά και οι νεφροί του δεν μ΄αρέσουν καθόλου.
Οι λόγοι αυτού του φίλου μου Αναστασοπούλου μ΄ανάγκασαν να επιμείνω κ΄εγώ στον Βασιλέα, λέγοντας πως η υγεία του ήταν πολύτιμη και ἐπρεπε να συμμορφωθεί με τις συστάσεις των γιατρών του. Ο Βασιλεύς μου απάντησε:
– Δεν ξέρεις πόσο με λυπεί που σας στεναχωρώ όλους. Έχετε βέβαια, δίκιο, μα δεν μπορώ. Η υγεία μου, κι αυτή ακόμη η ζωή μου, δεν αξίζει τίποτε μπορστά στα συμφέροντα του έθνους, για τα οποία είμαι υπεύθυνος.

«Ο Θεός μας ηυλόγησε και απέθηκε την νίκην επί των σημαιών μας. Του είμαι εκ βαθέων και ταπεινοφρόνως ευγνώμων. Εκοιμήθηκα κατά γης εις την εκκλησίαν ενός αθλίου χωριού, απέχοντος 20 χιλιόμετρα των Σερβίων. Εσκεπάσθηκα μόνον με τον μανδύα μου. Εκρύωνα τρομερά και έβρεχε καταρραδακτωδώς. Ακόμη μιά μάχη, των Γιαννιτσών, σημαντικωτέρα των άλλων, και μιά νίκη αποφασιστική. Ο ουρανός με σκέπει με την ευνοιά του και δεν ξέρω πως να εκφράσω εις τον Θεόν την ευγνωμοσύνην μου. Μου φαίνεται όνειρο να σκέπτωμαι, ὀτι εγώ ήμην ο προωρισμένος από την Θεία Πρόνοια να εκδικηθώ τα βασανιστήρια τα οποία οι Οθωμανοί επέβαλαν από αιώνων εις το έθνος μας και να εκπλύνω τας ύβρεις των εις το αίμα.
Επι τέλους! Ας είναι δοξασμένο και ευλογημένο το όνομα του Θεού! Η Θεσσαλονίκη παρεδόθη εις εμέ με τριάντα περίπου χιλιάδες αιχμαλώτους. Ἐν μέρος των ιστορικών ιδεωδών μας επραγματοποιήθη. Χθες, καθώς εισηρχόμην θριαμβευτικώς εις την Θεσσαλονίκην επί κεφαλής των πρώτων μεραρχιών μου αι οποίαι επολέμησαν τόσον γενναίως μέσα εις τας φρενιτιώδεις επευφημίας των απελευθερωθέντων Ελλήνων, που εφιλούσαν τις μπότες μου και τα κράσπεδα του μανδύα μου, και έβλεπα εις τους δρόμους χιλιάδας αφωπλισμένων πολεμίων στρατιωτών, εσκεπτόμην : Ιδού η στιγμή δια να αποθάνω! Μία τόσον ωραία στιγμή δεν θα ξανάρθη ποτέ! Ένας κόμπος μου πνίγει τον λάρυγγα. Τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα και δεν ξέρω πως να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου προς τον Θεόν. Ξεχνώ όλας τας στερήσεις, τους κόπους, τας πικρίας και όσα υπέφερα κατά τα παρελθόντα έτη. Η ανταμοιβή είναι, αλήθεια, πάρα πολύ μεγάλη και ωραία».

Ο Κωνσταντίνος ήταν πραγματικά δημοκράτης. Απέφυγε τις πομπώδεις βασιλικές επιδείξεις. Και όσο μπορούσε, κι αυτές τις επίσημες δεξιώσεις. Το σπίτι του δεν ήτανε Παλάτι Βασιλιά. Ήταν ένα από τα συνηθισμένα νοικοκυρεμένα αρχοντόσπιτα. Απλά και σοβαρά επιπλωμένο, όπου βασίλευε το νοικοκυρίσιο μάτι της Βασίλισσας. Το υπηρετικό προσωπικό ήταν και αυτό απέριττα ντυμένο, με μία απλή στολή αρχοντόσπιτου, χωρίς φανταχτερά στολίδια. Και ο ίδιος φορούσε πάντα καλοκαμωμένη φορεσιά περιπάτου και μονάχα στις ακροάσεις και συνεργασίες του με τους υπουργούς φορούσε στολή εκστρατείας.
Την Βασίλισσα την αγαπούσε τρυφερά και την εκτιμούσε. Την είχε κυρά του σπιτιού του. Σ΄αυτήν είχε αναθέσει τη φροντίδα της ανατροφής και μορφώσεως των παιδιών του. Ποτέ δεν ανακατευόταν στα οικιακά και φιλανθρωπικά της έργα, όπως και η Βασίλισσα δεν ανακατευόταν στις πολιτικές υποθέσεις και στα βασιλικά καθήκοντα του Βασιλέως. Και άδικα και μοχθηρά οι κακόβουλοι διέδιδαν πάντα, ότι ο Κωνσταντίνος στις εξωτερικές περιπέτειες της χώρας επηρεαζόταν από τη Βασίλισσα.

Τα οικογενειακά του γεύματα, όπου λάμβανα κ΄εγώ κάποτε μέρος, όταν τύχαιναν τοκετοί, ήταν λιτά. Ένα πρώτο πιάτο ελαφρού φαγητού κ΄ έπειτα δεύτερο κύριο φαγητό κι ανάλογα με την εποχή γλύκισμα ή φρούτα. Την ώρα του φαγητού, σα σωστός Ρωμιός, εννοούσε να χαριτολογεί με τον καθένα ομοτράπεζο του, ιδιαιτέρως δε με τα κορίτσια του. Δεν έμοιαζε του πατέρα του, που την ώρα του φαγητού εννοούσε να μην ακούγεται ούτε ψίθυρος. Κρασί ή άλλο ποτό δεν τον είχα δει ποτέ να πίνει, παρά μονάχα μεταλλικό νερό. Άδικα και μοχθηρά μερικοί τον παρίσταναν πως του άρεσε το ούζο. Ενώ ποτέ του, όπως το ξέρω πολύ καλά, δεν έβαζε το ούζο στο στόμα του. Όταν βέβαια βρισκόταν σε γεύματα, θα έπινε κι αυτός λίγο κρασί, σαμπάνια και ουίσκι, όπως νομίζω πως και όλοι μας με το παραπάνω κάνουμε.
Ο Κωνσταντίνος ήταν και αφιλοχρήματος. Ποτέ δε σκέφθηκε να κάνει περιουσία, όπως άλλωστε όλοι ξέρουν ότι δεν αφήκε στην οικογένειά του άλλο τι, παρά μονάχα ένα σπίτι στο κορίτσι του, την Πριγκίπισσα Αικατερίνη, δίπλα στο παλάτι, όπου σήμερα (1957) βρίσκονται τα γραφεία του Παλατιού.

Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ως άνθρωπος και οικογενειάρχης, με καλωσύνη, ανεξικακία και με αδιάσπαστη εθνική πίστη.
Η Ελλάς θα διατηρεί στον αιώνα τον άπαντα ευγνὠμονα ανάμνησι του Κωνσταντίνου της, που με το αδάμαστο θάρρος του καθήκοντος προς την πατρίδα βάδισε το δρόμο του μαρτυρίου του, χωρίς ποτέ να μεμψιμοιρήσει, χωρίς ποτέ να εκδηλώσει την οδύνη της υπερτάτης θυσίας, στην οποία υπεβλήθη για την σωτηρία της ελληνικής πατρίδος.
Πηγές/Βιβλιογραφία:
– Κωνσταντίνου Λούρου, Περασμένα Χρόνια, Αθήνα 1958
– Αλκης Ξανθάκης, Η Ελλάδα του 19ου αιώνα
με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη, Εκδόσεις Ποταμός 2001.
– Ελληνική Δυναστεία, Σπάνιες Φωτογραφίες από την
Συλλογή της Αμαρυλλίδος Μαρκεζίνη, Εκδόσεις Φερενίκη, 2003
Φωτογραφίες από επιστολικά δελτάρια, ιδιωτική συλλογή.
Eπιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου