Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

ΘΕΟΔΙΚΙΑ. ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΛΥΣΕΙ ΤΙΣ ΑΠΟΡΙΕΣ

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Χαρισίου

Οἱ καθημερινὲς αἱματοχυσίες γύρω μας μὲ θύματα τόσα ἀθῶα παιδιά. Ἡ πείνα ποὺ θερίζει καὶ ὁλόκληρους πληθυσμοὺς στὸν πλανήτη μας. Τὰ ἐγκλήματα, οἱ δολοφονίες, οἱ ἀδικίες, οἱ ἐκμεταλλεύσεις καὶ τόσα ἄλλα, κάνουν τὸν καθένα μας νὰ διερωτᾶται: Γιατί τόσο κακὸ γύρω μας; Γιατί τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός; Γιατί δὲν ἐπεμβαίνει νὰ σταματήσουν ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορές; Ποῦ εἶναι ἡ πρόνοια καὶ τὸ ἐνδιαφέρον Του γιὰ τὸν κόσμο;
Ἐδῶ ἔχουμε τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς λεγομένης Θεοδικίας. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, δικάζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἁπλούστερα θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ διατυπώσουμε περίπου ὡς ἑξῆς: Ἂν ὁ Θεὸς μπορῇ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ κακό, ἀλλὰ δὲν τὸ θέλει, τότε πὼς συμβιβάζεται αὐτὸ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ ἀγαθότητά Του; Καὶ ἂν θέλῃ νὰ σταματήσῃ τὸ κακό, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ, τότε πῶς συμβιβάζεται αὐτὸ μὲ τὴν παντοδυναμία Του;
Τὸ πρόβλημα, λοιπόν, ἔχει σχέση μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ δικαίωση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς κατηγορίες ἐναντίον Τοῦ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν στάθηκε μὲ ἀπορία μπροστὰ στὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως, τῶν δοκιμασιῶν. Καὶ τὸ πρόβλημα γίνεται πιὸ ὀξύ, γιατί συχνὰ χτυπάει, χωρὶς διάκριση δικαίους καὶ ἀδίκους, ἐνόχους καὶ ἀθώους ἢ καὶ μόνο ἀθώους.
Ποιὸς δὲν ἐνιῶσε βαθιὰ σκανδαλισμένος ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ κακοῦ, ποῦ φαίνεται κυρίαρχο, νὰ σέρνῃ τὸν μακάβριο χορὸ τῆς δυστυχίας; Ποιὸς δὲν ἐπαναστάτησε μπροστὰ στὸν στραγγαλισμὸ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸν ἄδικο; Ποιὸς δὲν ἐπανέλαβε μὲ πόνο, ἴσως κάποτε καὶ μὲ ὀργή, μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἱερεμία τὸ παράπονο τοῦ δικαίου; «Τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (ιβ΄ 1). Γιατί οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν εὐοδώνονται; Γιατί εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ συνέχεια καὶ προκλητικὰ καταπατοῦν τὸ ἅγιο θέλημά Σου; Καὶ ποιὸς δὲν ἀναστατώθηκε ἐσωτερικὰ καὶ δὲν ἄφησε κραυγὴ ἀγωνίας νὰ ἀναπηδήσῃ σὰν ἡφαίστειο ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ἀναπάντεχης συμφορᾶς;
Ὑπάρχει κάποια ἐξήγηση, κάποια ἀπάντηση πειστικὴ στὶς τόσες ἀπρόσμενες τραγωδίες τῆς ζωῆς; Τί θὰ μποροῦσε νὰ πῇ κανεὶς στοὺς τραγικοὺς γονεῖς, ποὺ χάνουν ξαφνικὰ ἀπὸ ἀτύχημα ἕνα ἢ καὶ περισσότερα παιδιά τους; Τί θὰ λέγαμε γιὰ ἕνα σεισμό, ποὺ σὲ δευτερόλεπτα ἰσοπεδώνει ὁλόκληρες πόλεις καὶ θάβει κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἑκατοντάδες ἢ καὶ χιλιάδες δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, μικροὺς καὶ μεγάλους καὶ ἀθῶα νήπια;
Στὸ σημεῖο αὐτὸ συχνὰ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ποὺ μένει στὴν ἐπιφάνεια τῶν γεγονότων, συνθλίβεται, σκανδαλίζεται καὶ ἐπαναστατεῖ. Παίρνει στάση ἀρνητική, φθάνει στὴν ἀπιστία καὶ στὸν ἀθεϊσμὸ καὶ προχωρεῖ στὴν δίκη καὶ καταδίκη τοῦ Θεοῦ. Ἀπορρίπτει τὸν Θεὸ ὄχι μόνον ὡς ἀνώφελο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔνοχο.
Ἂν ὑπάρχῃ κάποιος πάνω ἀπό μας θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ, ἔλεγε στὴν ἀπελπισία τῆς μιὰ χτυπημένη ἀπὸ ἰσχυρὴ δοκιμασία γυναίκα. Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδική. Χίλιες φωνὲς ὑψώνονται κάθε τόσο, γιὰ νὰ καταδικάσουν τὸ «παράλογο» καὶ «ἀπάνθρωπο» σύμπαν, ὅπως φαίνεται στὴν μυωπικὴ ἀνθρώπινη θεώρηση.
«Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ψάλω ὕμνους στὸν Αἴτιο μιᾶς δημιουργίας μέσα στὴν ὁποία τόσα ἀθῶα παιδιὰ θυσιάζονται;» ἀναφωνοῦσε ὁ Καμύ.
Τὴν ἴδια κραυγὴ ἄφηνε καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ὅπως τὴν διατύπωνε στὴν ἀνατριχιαστική της παγερότητα ὁ ἐκπρόσωπος τῆς, βιολόγος καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ζᾶν Ροστᾶν, Γάλλος διανοητής:
«Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἕνας κόκκος ἄμμου χαμένος μέσα στὸ ἀχανὲς σύμπαν. Ποιὸς ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν; Κανένας. Ποιὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕνα σκουπίδι, ποῦ τὸ στροβιλίζει ὁ ἄνεμος; …»
Πῶς ἕνα τέτοιο ἀπάνθρωπο σύμπαν καὶ ἕνας κόσμος θλιβερός, ποῦ ζῆ μέσα σ’ αὐτό, νὰ δεχθῇ τὴν διακήρυξη τῆς πίστεως, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη; Πῶς νὰ πιστέψῃ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κυβερνᾶ καὶ προνοεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ ἡ πανσοφία καὶ ἡ ἀγαθότητά Του, δημιούργησε; Τί Πατέρας εἶναι αὐτός, ποὺ μπορεῖ καὶ ὅμως μένει ἀπαθὴς στὰ δράματα καὶ στὶς τραγωδίες, στοὺς πόνους καὶ στοὺς διωγμούς, στὰ μαρτύρια τόσων παιδιῶν Του;
Ἔτσι βγαίνει τὸ πρόχειρο καὶ ἀφιλοσόφητο συμπέρασμα: Τὸν κόσμο δὲν τὸν κυβερνᾶ ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ τυφλὴ καὶ ἀναίσθητη τύχη. Δὲν ὑπάρχει πίσω ἀπὸ αὐτὸν φωτεινὸς νοῦς, πονετικὴ καρδιά, στιβαρὸ χέρι. Κινεῖται στὸ χάος. Ὁ ἄνθρωπος πορχωρεῖ ἀπὸ τὸ μηδὲν στὸ πουθενά! Εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα;
Στὴ σύγχυση, ποὺ προκαλοῦν συνήθως οἱ θλίψεις καὶ ὁ πόνος ἔρχεται, λοιπόν, νὰ προσθέσῃ ἄλλη σύγχυση ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεώς τους. Φιλοσοφικὰ συστήματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες ἐπιτείνουν τὴν σύγχυση καὶ ἐπιδεινώνουν τὴν κατάσταση. Δημιουργοῦν τὸν ἄνθρωπο τῆς φυγῆς, τῆς λιποταξίας, τῆς ἀπαισιοδοξίας, τῆς ἀπελπισίας.
Τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καὶ τοῦ φυσικοῦ κακοῦ ἀντιμετωπίζεται στὴν Π. Διαθήκη. Ἰδιαίτερος λόγος γίνεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Ὁλόκληρο τὸ θαυμάσιο καὶ θεόπνευστο αὐτὸ βιβλίο εἶναι ἀφιερωμένο στὸ ζήτημα αὐτό.
Γνωστὴ ἡ ἱστορία. Ὁ Ἰὼβ εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν δίκαιος. Ἄψογος, ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος. Διαθέτει μία περιουσία σπουδαία. Καμαρώνει μία πολυμελῆ καὶ εὐτυχισμένη οἰκογένεια. Ἔρχεται ὅμως ἡ δοκιμασία. Ὁ Σατανᾶς τὸν πειράζει δυνατά. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἀπανωτὰ χτυπήματα. Ἀπώλεια περιουσίας, θάνατος παιδιῶν, ἀρρώστια ὀδυνηρή. Ἀπὸ τὴν πιὸ μεγάλη εὐτυχία στὴν πιὸ μεγάλη δυστυχία.
Καὶ μόνον αὐτά; Τί χρειάζεται τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ μεγάλου πόνου του; Τί ἄλλο ἀπὸ συμπαράσταση καὶ στοργή; Καὶ δὲν τὰ ἔχει. Ἡ γυναίκα του, οἱ φίλοι του, ἀντὶ παρηγοριᾶς, προσθέτουν ὀδύνη στὴν ὀδύνη του. Ὁ λόγος τοὺς πικρὸς ἀνοίγει βαθύτερα τὶς πληγές του. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ συμπάθεια καὶ συναντάει τὴ σκληρότητα.
Καὶ τὸ ἐρώτημα μένει. Καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου περιπλέκεται: Γιατί ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἀθῶος νὰ πάσχῃ καὶ νὰ ὑποφέρῃ; Γιατί τόσες δοκιμασίες δυσανάλογες μὲ τὰ ἐλαφρὰ καὶ ἀπὸ συναρπαγὴ παραπτώματα;
Βέβαια, συχνά, ὑπάρχει στενὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν θλίψη, ἀνάμεσα στὸ ἠθικὸ καὶ φυσικὸ κακό. Ὁ πόνος πολλὲς φορὲς ἀποτελεῖ παιδαγωγικὸ μέσο γιὰ τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συνδέουμε τὶς θλίψεις μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν τιμωρία. Δὲν εἶναι ποινὴ γιὰ παρεκτροπές.
Στὴν περίπτωση τοῦ Ἰὼβ συναντᾶμε μία ἄλλη θαυμαστὴ θεώρηση τοῦ πόνου. Ὁ Ἰὼβ δὲν πάσχει γιὰ παραπτώματα. Δὲν τιμωρεῖται γιὰ ἁμαρτίες. Οὔτε ὁ κύριος σκοπὸς τῆς δοκιμασίας τοῦ ἦταν παιδαγωγικὸς ἢ ἐξαγνιστικός. Ὁ Ἰὼβ δοκιμάζεται γιὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Θεὸς μὲ τὴν καρτερία καὶ ὑπομονή του. Στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ δούλου φανερώνεται ἡ δόξα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ποὺ θὰ διακηρύξη ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα θάνατο τοῦ Λαζάρου: «αὔτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἴνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς» (Ἰωάν. ια΄ 4).
Ὁ Ἰωβ μὲ τὶς δοκιμασίες του ἀναλαμβάνει νὰ ἐκπληρώσῃ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν μεγάλη ἀποστολή, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀποστολὴ ποὺ ἀπαιτεῖ μοναδικὸ ἡρωισμὸ στὴν ἁγιότερή του μορφή.
Ὁ Θεὸς βεβαιώνει πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλος σὰν τὸν Ἰὼβ πάνω στὴ γῆ. Ἡ ἀρετὴ τοῦ ξεπερνάει κάθε ἄλλου ἀνθρώπου. Ὁ Διάβολος δὲν τολμάει νὰ ἀμφισβητήςῃ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἰώβ. Μὲ δολιότητα ὅμως τὸν κατηγορεῖ ὡς ἰδιοτελῆ. Ἕνας μισθωτός, ἕνας καλὸς ὑπάλληλος, ποὺ ἐργάζεται εὐσυνείδητα στὸν Κύριό του γιὰ τὴν καλὴ ἀμοιβή του. «Μὴ δωρεὰν Ἰωβ σέβεται τὸν Κύριον;» (Ἰωβ α΄ 9).
Γιὰ νὰ διαψευσθῇ, λοιπόν, ὁ Διάβολος, νὰ λάμψῃ ἡ ἀρετὴ τοῦ Ἰωβ καὶ νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς τὶς δοκιμασίες. Καὶ ὁ πιστὸς Ἰωβ ἐκπληρώνει πέρα γιὰ πέρα τὴν ἀποστολή του.
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου. Νέα θεώρηση τῶν θλίψεων, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ πλαίσια τῆς τιμωρίας ἢ καὶ τῆς παιδαγωγίας. Ἐδῶ πρυτανεύει ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μάτθ. ε΄ 45). Ἡ ἀληθινὴ ἀνταμοιβὴ ξεπερνάει τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ γήινα πλαίσια. Συνίσταται περισσότερο στὴν συμμετοχὴ στὰ πνευματικὰ ἀγαθά, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ πραγματικὴ τιμωρία εἶναι ὁ ἀποκλεισμὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Ἡ στέρηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη δυστυχία.
Μιὰ συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός. Οἱ μαθηταὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς τοὺς, θέτουν κατ’ εὐθείαν τὸ ἐρώτημα στὸν Κύριο: «Ραββί, τὶς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς∙ οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἴνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ΄ 2-3).
Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη, ὅτι ἡ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἔχει τὴν αἰτία της σὲ μιὰ προσωπικὴ ἁμαρτία ἢ σὲ κάποιο λάθος τῶν γονέων του. Οὔτε φυσικὰ λέει, πὼς δὲν εἶχαν ἁμαρτίες. Ἁμαρτίες εἶχαν. Δὲν ἔπασχεν ὅμως ἐξαιτίας τους. Ὁ Κύριος στρέφει τὴν προσοχή μας σὲ κάτι ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δοκιμάσθηκε, γιὰ νὰ φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καλύτερα μὲ τὴ θεραπεία του.
Βέβαια ἡ αἰτία ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ μυστήριο. Τὰ ἀποτελέσματα ὅμως μᾶς δείχνουν κάτι μεγάλο. Ὁ τυφλὸς βρίσκει μαζὶ μὲ τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ φῶς. Κερδίζει τὸ ἀνεκτίμητο φῶς τῆς σωτηρίας του.
Καὶ ἡ ἀπορία. Δοκιμάσθηκε καὶ ἀδικήθηκε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; «Ποιὰ ἀδικία ἀδικήθηκε; Τὸ ὅτι στερήθηκε τὸ φῶς. Καὶ ποιὰ βλάβη ἀπὸ τὸ νὰ στερηθῆ τὸ αἰσθητὸ φῶς; Τουναντίον περισσότερο εὐεργετήθηκε. Μαζὶ μὲ τὴν σωματικὴ ὅραση φωτίσθηκαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Ὥστε γιὰ τὸ καλό του ἡ ἀναπηρία ἔγινε. Μὲ τὴν ἴαση γνώρισε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης» (Θεοφύλακτος).
Ἔχουμε ἐδῶ μιὰ ἄλλη τοποθέτηση τῶν δεινοπαθημάτων. Τὴν ἐπεξηγεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Ὥσπερ οὖν τὰ κακὰ οὐκ ἔστι κακά, τὰ κατὰ τὸν παρόντα βίον, οὕτως οὐδὲ τὰ ἀγαθὰ ἀγαθά, ἀλλ’ ἁμαρτία μόνην κακόν, πήρωσις (ἀναπηρία) δὲ οὐ κακόν».
Ἡ συνηθισμένη τοποθέτηση τῶν πολλῶν μπροστὰ στὶς δοκιμασίες εἶναι τὰ γνωστὰ «γιατί;»
- Γιατί νὰ χάσῃ τὸ μονάκριβο παιδί της ἡ φτωχὴ χήρα, ποὺ δὲν πρόλαβε καλά-καλὰ νὰ θάψῃ τὸν σύζυγό της;
- Γιατί νὰ ἀρρωστήσῃ βαριὰ ὁ καλὸς ἐκεῖνος πατέρας μὲ τὰ πέντε παιδιὰ καὶ ἡ οἰκογένειά του νὰ ἀντιμετωπίζῃ πρόβλημα ἐπιβιώσεως;
- Ἐκείνη ἡ δραστήρια κοπέλα, ἄγγελος παρηγοριᾶς γιὰ τοὺς γύρω της, γιατί νὰ σκοτωθῇ, ὅταν ἄλλοι γλύτωσαν ἀπὸ τὸ δυστύχημα;
Πόσα τέτοια «γιατί» θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαριθμήσουμε; Καὶ πόσες φορὲς ἀπὸ λανθασμένη τοποθέτηση δὲν ὁδηγοῦνται μερικοὶ στὴν ἀπαισιοδοξία καὶ στὸν μαρασμὸ ἢ στὴν ἀθεΐα;
- Ἡ ἀδελφή μου, πολὺ εὐσεβής, ὑπέφερε πολὺ κατὰ τὸν τοκετὸ καὶ ἔχασε τὸ παιδί της. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν τῆς τὸ ἔσωσε, ἀφοῦ ἦταν τόσο καλή;
Ἐδῶ ὑπάρχει μία ὄχι σωστὴ ἀντίληψη γιὰ τὶς δοκιμασίες καὶ καθόλου χριστιανική. Βλέπουν οὔτε λίγο οὔτε πολὺ τὸν Θεὸ σὰν μία ἀσφαλιστικὴ ἑταιρεία. 
Ρωτάει ἕνας ἐρευνητὴς τοῦ προβλήματος τῶν θλίψεων καὶ τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς:
«Μᾶς διδάσκει ἄραγε τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἂν ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, τὰ παιδιά μας ἂν εἶναι μονάκριβα δὲν θὰ τὰ στερηθοῦμε ποτέ; Οἱ ἀδελφοί μας δὲν θὰ σκοτωθοῦν στὸν πόλεμο, ἀρκεῖ μονάχα ἐμεῖς νὰ προσευχώμαστε; Οἱ ἀδελφές μας, ἂν εἶναι εὐσεβεῖς δὲν θὰ ὑποφέρουν στὸν τοκετό; Ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει τὴν ὑποχρέωση νὰ ψιθυρίσῃ στὰ αὐτιά μας, ἂν εἴμαστε πιστὰ παιδιά Του, ὅτι πρόκειται νὰ μᾶς χτυπήσῃ αὐτοκίνητο καὶ νὰ προσέξουμε;» 
Ἐδῶ γίνεται ἕνα λάθος. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετὴ δὲν ἀποτελοῦν «ἀσφάλεια ζωῆς» ἢ «ἀσφάλεια ἀτυχημάτων». Δὲν ἀποτελοῦν ἐγγύηση, πὼς οἱ συμφορές, τὰ ἀτυχήματα, οἱ ἀρρώστιες θὰ χτυπᾶνε μονάχα τοὺς ἀσεβεῖς καὶ πὼς οἱ δίκαιοι πάντα θὰ σώζωνται.
Ἕνας τέτοιος κόσμος δὲν θὰ ἦταν ὁ κόσμος μας. «Ὁ νόμος τῆς βαρύτητος δὲν θὰ λειτουργοῦσε ἂν ἔσκυβες περισσότερο ἔξω ἀπὸ τὰ κάγκελα ἢ ἀπὸ τὸ περιτείχισμα, ἀρκεῖ νὰ εἶσαι δίκαιος. Τί εἴδους σύμπαν θὰ εἴχαμε στὴν περίπτωση αὐτή; Βέβαια δὲν θὰ ἦταν ἄξιο νὰ στηριχθοῦμε σ’ αὐτό, ἀφοῦ δὲν θὰ γνωρίζαμε θετικά, ἂν οἱ νόμοι θὰ λειτουργοῦσαν, ἐπειδὴ δὲν θὰ γνωρίζαμε τὸν χαρακτήρα τῶν προσώπων. Αὐτὸ θὰ τὸ ἀνακαλύπτουμε μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἂν δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἦταν καλό, θὰ ἀναστελλόταν ὁ φυσικὸς νόμος. Ἂν ἦταν κακὸ θὰ λειτουργοῦσε καὶ θὰ τὸ συνέτριβε. Ἕνα τέτοιο σύμπαν δὲν θὰ τραβοῦσε καθόλου τὴν ἐμπιστοσύνη μας. Ἡ ἐπίδρασή του πάνω στοὺς χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων θὰ ἦταν ὀλέθρια».
Φυσικὰ ὁ Θεός, ὡς Δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος του σύμπαντος, δὲν εἶναι δέσμιος τῶν φυσικῶν νόμων, ποὺ αὐτὸς ἔβαλε. Μπορεῖ σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις νὰ ἐπέμβῃ καὶ νὰ παρέμβῃ καὶ μὲ θαυμαστοὺς τρόπους νὰ σώςῃ τὰ παιδιά Του. Τὸ λάθος εἶναι νὰ δεσμεύουμε ἐμεῖς τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν θέλουμε νὰ ἐνεργῇ σύμφωνα ὄχι μὲ τὸ σχέδιό Του, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ δικά μας. Μ’ ἕνα σχέδιο στενό, περιορισμένο, ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσε τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ θὰ μετέβαλλε, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τὸν Θεὸ σ’ ἕνα δικό μας ἐνεργούμενο.
Πολὺ σωστὰ εἶπαν, πὼς ἂν συναίβαινε κάτι τέτοιο, τότε ὁ Χριστιανὸς θὰ ἦταν τὸ χαϊδεμένο παιδὶ τοῦ κόσμου. Καὶ τὸ χαϊδεμένο παιδί, ἃς μὴν ξεχνᾶμε, εἶναι τὸ χαλασμένο παιδί.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν νοοτροπία τὴν συναντᾶμε στοὺς ἀσεβεῖς καὶ βέβηλους, ποὺ δὲν δίστασαν νὰ σταυρώσουν τὸν Θεάνθρωπο. Ἐνῶ ὁ Κύριος κρεμόταν πάνω στὸ Σταυρὸ «οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον… πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν• εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμὶ υἱός» (Μάτθ. κζ΄ 41, 43). Δηλαδή, στήριξε τὶς ἐλπίδες του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό. Ἃς τὸν γλυτώσει τώρα, ἂν πραγματικὰ τὸν θέλῃ. Αὐτὸς εἶπε ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὴν ἀξίωσή τους, ἂν τὸν ἔσωζε θὰ ἦταν ἀπόδειξη ὅτι ἦταν καλὸς καὶ εὐάρεστος στὸν Θεό. Ἂν δὲν τον ἔσωζε, θὰ σήμαινε, πὼς ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἤθελε. Αὐτὴ ἦταν ἡ φαρισαϊκὴ νοοτροπία. Οἱ ἴδιοι ἔλεγαν «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι» (Μάτθ. κζ΄ 42). Ἂν πραγματικὰ εἶναι ὁ Μεσσίας, ἃς κατέβη ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ θὰ τὸν πιστεύσουμε.
Νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ σταματήσῃ τὸ μαρτύριό του καὶ νὰ τὸν πιστεύσουν. Πόσο περιορισμένα τὰ κριτήριά τους! Πράγματι ὁ Ἰησοῦς ποὺ «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι». Ναί, ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ σώσῃ τὸν ἐαυτόν Του, γιατί βρισκόταν ἐκεῖ σταυρωμένος ὄχι ἀπὸ τὰ καρφιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πόθο νὰ σώσῃ τοὺς σταυρωτάς Του. Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν σωτηρία τους, αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κατέβῃ. Δὲν ἔσωσε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ τὴν ὥρα ἐκείνη, γιὰ νὰ σώσῃ γιὰ πάντα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ἀπὸ τὸ θεῖο Πάθος καὶ τὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πήγασε ἡ σωτηρία γι’ αὐτοὺς ποὺ τὴν πολεμοῦσαν. Ὁ πόνος καὶ οἱ δοκιμασίες ἔχουν πάντοτε ἕνα μεγάλο μήνυμα.
«Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμὶ» (Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 10), διακηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅσο παράδοξη κι ἂν φαίνεται μία τέτοια διακήρυξη, ἀποτελοῦσε βιωματικὴ ἐμπειρία γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς Χριστιανούς.
Ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ, εἶχε κάποιο σκόλοπα στὴ σάρκα, κάποια χρόνια ἀσθένεια, ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Ὁ κορυφαῖος Παῦλος, μὲ ἀποστολὴ νὰ ὀργώσῃ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος ἀπὸ τέτοιες δοκιμασίες, ὑποφέρει. Ἀκριβῶς γιατί ἐξυπηρετοῦν ἕνα μεγάλο σκοπό.
Τρεῖς φορὲς ζητάει τὴν ἀπαλλαγή του. Καὶ ὁ οὐρανὸς φαίνεται νὰ κωφεύῃ. Ὁ Θεὸς σὰν νὰ ἀδιαφορῇ καὶ τοῦ φέρεται σκληρά. Ὅταν ὁ πόνος δοκιμάζῃ καὶ ἀπειλῇ νὰ ἀνακόψῃ ἕνα πνευματικὸ ἔργο καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐπεμβαίνῃ, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ὁδηγηθῇ κανεὶς στὴν λιποψυχία. Δὲν συνέβη κάτι τέτοιο μὲ τὸν Παῦλο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ φαίνεται σκληρή. Ὁ σκόλοπας θὰ εἶναι ἰσόβιος σύντροφός σου. Δὲν θὰ σὲ θεραπεύσω. Θὰ σοῦ δώσω ὅμως τὴ δύναμη νὰ τὸν χρησιμοποιήσης. Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρη μου, διότι ἡ δύναμή μου φανερώνεται τελεία, ὅταν ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστά.
Καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Παύλου; Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, τότε θὰ καυχῶμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, γιὰ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ χαίρωμαι γιὰ τὶς δοκιμασίες μου, γιατί ὅταν εἶμαι ἐξωτερικὰ ἀδύνατος, τότε εἶμαι δυνατός. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία γίνεται παντοδυναμία, «ὅταν ἐπισκηνώνη ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 9).
Φυσικὰ μὲ ὅσα εἴπαμε τὸ μυστήριο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ. Τὰ ἀναπάντητα ἐρωτηματικά, ὅσο πιὸ πολὺ ἐμβαθύνει κανείς, τόσο καὶ πολλαπλασιάζονται. Ὁ πιστὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐπαναλαμβάνῃ μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἢ τὶς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» Ἢ «ὡς ἀνεξερέυνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἳ ὁδοὶ αὐτοῦ» (Ρώμ. ια΄ 33-34). Γι’ αὐτὸ στὶς δυσκολίες ἢ στὰ «παράλογα» της ζωῆς ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ μάτι τῆς πίστεως, δὲν παύει νὰ βλέπῃ ἀπώτερο σκοπὸ καὶ θεϊκὸ σχέδιο. Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆ θέση τῆς Θεοδικίας τὴν παίρνει ἡ Ἐσχατολογία. Στὴν Ἐσχατολογία βρίσκεται ἡ τελικὴ δικαίωση τοῦ Θεοῦ.
Τί τὰ θέλουμε; Τὸ κακὸ ὑπάρχει καὶ συχνὰ φαίνεται νὰ κυριαρχῇ στὸν κόσμο. Ἡ δημιουργία καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτός, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ ἀληθινὸ καλλιτέχνημα. Δέχθηκε τραῦμα βαρὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν παύει ὅμως νὰ δείχνῃ τὴν ἀριστουργηματικότητά του, ὅπως, «ἕνα ἄγαλμα τοῦ Πραξιτέλη φανερώνει τὴ σοφὴ σμίλη, ἔστω καὶ ἀκρωτηριασμένο». 
Ἑπομένως στὸ φυσικὸ κακὸ καὶ ἰδιαίτερα στὸ ἠθικό, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ συνεπακόλουθα τῶν θλίψεων, πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ἀρχική τους ρίζα στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ ἐκεῖ βλάστησαν, ἔστω κι ἂν ὁ Θεὸς τὰ μεταμορφώνῃ καὶ τὰ χρησιμοποιῇ γιὰ ἀνώτερους σκοπούς.
Συμπερασματικὰ θὰ λέγαμε, πὼς πέρα ἀπὸ τὸ μυστήριο, ποὺ καλύπτει τὸ πρόβλημά μας, ὁ ἀνθρώπινος πόνος βρίσκει τὸ ἀληθινό του νόημα στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦλθε ἀνάμεσά μας καὶ μᾶς πρόσφερε τὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία, ὁ Χριστιανὸς ἔχει τελείως διαφορετικὴ θεώρηση τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων. Γνωρίζει πὼς ὅταν ὑποφέρῃ δὲν εἶναι εἶναι ἁπλῶς μιὰ δοκιμασία. Εἶναι ἕνα προσκλητήριο ἀγάπης τοῦ Πατέρα γιὰ ἕνα στενότερο πλησίασμα, γιὰ ἕνα βαθύτερο σύνδεσμο. Ἀτενίζοντας τὸν ἀναμάρτητο Σωτῆρα νὰ σηκώνῃ καρτερικὰ τὸ μαρτυρικὸ Σταυρό Του, ἔχει μπροστὰ τοῦ ἕνα αἰώνιο παράδειγμα δυνάμεως, καρτερίας καὶ ὑπομονῆς. Οἱ θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες δὲν εἶναι συνώνυμες μὲ τὴν τιμωρία ἢ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα.
Γνωρίζει, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς κοινωνὸς τῆς «παρακλήσεως», τῆς παρηγοριᾶς τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν γίνεται καὶ κοινωνὸς τῶν «παθημάτων» Του. Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὸν Χριστιανό; Στὶς κρίσιμες ὧρες τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ σκληροῦ ἀγῶνα, ὅταν αἰσθάνεται τὴν καρδιά του νὰ ματώνῃ καὶ τὰ γόνατά του νὰ λυγίζουν, δὲν ξαφνιάζεται. Δὲν τὰ χάνει. Καὶ πολὺ περισσότερο δὲν σκέπτεται τὴν εὔκολη λύση τῆς φυγῆς. Τὶς δυσκολίες καὶ τὶς θλίψεις τὶς θεωρεῖ φυσικές, κανονικές, σχεδὸν ἀπαραίτητες, γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζήςῃ κάπως τὴν ἀγωνία τῆς Γεσθημανῆ. Συνειδητοποιεῖ, πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ «φανερωθῇ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι ἠμῶν, ἐὰν δὲν περιφέρωμεν πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μας» (Β΄ Κορινθ. δ΄ 10).
Ἔτσι ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει πιὰ τὸν πρῶτο λόγο στὶς δοκιμασίες. Δὲν εἴμαστε «ὑπὸ νόμον, ἀλλ’ ὑπὸ χάριν» (Ρώμ. ς΄ 14). Τώρα μὲ τὴν πίστη μας στὸν Σωτῆρα Χριστὸ ὄχι μόνο δὲν στενάζουμε, ἀλλὰ «καυχώμεθα ἐν ταὶς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρώμ. ε΄ 3-5).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου